ΕΝΑΣ Γέροντας εἶπε: ῾Υπῆρχε κάποιος Γέροντας ποὺ ζοῦσε ὡς ἀσκητὴς στὴν ἔρημο, ὑπηρετώντας γιὰ πολλὰ χρόνια τὸν Θεό.
Καὶ ἔλεγε: «Κύριε, πληροφόρησέ με ἄν ἔχω εὐαρεστήσει σὲ Σένα».
Καὶ βλέπει ἕναν ῎Αγγελο νὰ τοῦ λέει: «Δὲν ἔγινες ἀκόμη σὰν τὸν μανάβη ποὺ ζεῖ στὸν τάδε τόπο».
῾Ο Γέροντας ἀπόρησε καὶ εἶπε ἀπὸ μέσα του:
«Θὰ πάω στὴν πόλη νὰ τὸν γνωρίσω· τί εἶναι ἆραγε αὐτὸ ποὺ ἔκανε, ὥστε νὰ ξεπεράσει τὴν ἐργασία καὶ τὸν κόπο μου τόσων χρόνων».
᾿Ανέβηκε καὶ ἦρθε στὸν τόπο ποὺ πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν ῎Αγγελο.
Βρῆκε τὸν ἄνθρωπο νὰ κάθεται καὶ νὰ πουλάει κηπουρικά. Κάθισε κοντά του τὴν ὑπόλοιπη μέρα.