Ἡ
ἁγία Σουσάννα, ἤ ὅπως τήν ἀποκαλοῦσαν χαϊδευτικά Σουσάνικ, ἔζησε τόν 5ο αἰώνα μ.Χ.
Καταγόταν ἀπό τήν Ἰβηρία, τήν σημερινή Γεωργία, τῆς ὁποίας βασιλιάς ἦταν ὁ Βαχτάν
Γοργοσάλ.
Ὁ σύζυγος τῆς Σουσάνικ, ὁ Βερκέν, ἦταν πιτιάχς, ἤτοι βασιλιάς-ἄρχοντας
μιᾶς περιοχῆς τῆς Γεωργίας πού ὀνομαζόταν Κάρτλη. Ἦταν Χριστιανός, ἀλλά μόνον
κατά τό ὄνομα. Τελικά, ἀρνήθηκε τήν πίστη του καί ὑποτάχθηκε χωρίς ἰδιαίτερο
λόγο στόν βασιλέα τῆς Περσίας καί ἀσπάσθηκε τήν πίστη τῶν πυρσολατρῶν Περσῶν.
Ζήτησε, μάλιστα, ἀπό τήν σύζυγό του, ἡ ὁποία ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, νά ἀρνηθῆ
καί αὐτή τήν πίστη της. Ἐκείνη τόν ἤλεγξε γιά τήν ἀποστασία του καί στήν
συνέχεια ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν πίστη της στόν ἀληθινό Θεό. Τότε ἐκεῖνος τήν
βασάνισε σκληρά, ἀνελέητα, καί γεμάτη πληγές τήν ἔριξε στήν φυλακή, ἡ ὁποία ἦταν
ἕνα ἀνήλιαγο μπουντρούμι. Ἐκεῖ ἡ ἁγία πέρασε τά ὑπόλοιπα ἕξι χρόνια τῆς ζωῆς
της μέ ὑπομονή, νηστεία καί προσευχή.
Ὅταν,
κάποια στιγμή, πληροφορήθηκε ὅτι καί τά τρία παιδιά της ἀλλαξοπίστησαν, πόνεσε
βαθειά, ἔκλαυσε πικρά, καί προσευχήθηκε θερμά γιά τήν μετάνοιά τους καί τήν ἐπιστροφή
τους στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Ἀλλά καί γιά τόν σύζυγό της δέν ἔπαψε στιγμή
νά προσεύχεται καί νά παρακαλῆ γιά τήν μετάνοια καί τήν σωτηρία του.
Τά
τέλη της ἦταν ὄντως ὁσιακά.
Ὁ
βίος καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα: