«Κάποια άλλη φορά», έλεγε ο
Γέροντας, «ευρισκόμουν στην είσοδο της Μονής και βλέπω να μπαίνει από την
είσοδο μια γριά. Τη χαιρέτησα και τις λέω:
-
Έλα, γιαγιά να σε κεράσουμε, να σου δώσουμε να φας, να
σου δώσουμε τρόφιμα για το σπίτι σου και ό,τι έχεις ανάγκη, να σε βοηθήσουμε.
Έλα να προσκυνήσεις στην εκκλησία πρώτα και μείνε απόψε εδώ. Να σε βάλουμε σ’
ένα δωματιάκι να κοιμηθείς.
Τότε
μου λέει η φαινομένη γριά:
-
Μπά, δε μένω εδώ, δε
μπορώ να μείνω, γιατί εσείς συνέχεια ντούν, ντούν χτυπάτε τις καμπάνες.
Απλώς ήρθα να σας δω και θα φύγω, εγώ θα πάω στην τάδε γυναικεία Μονή, και μου
είπε σε ποια. Εκεί μου κάνουν μεγάλη υποδοχή και μένω μια βδομάδα. Σκέφτηκα,
λέει ο Γέροντας, η γιαγιά σαν γυναίκα, καλλίτερα αναπαύεται στο γυναικείο
μοναστήρι, γι’ αυτό δε θέλει να μείνει εδώ. Αυτά τα λέγαμε καθώς προχωρούσαμε
προς την είσοδο της εκκλησίας. Η γιαγιά συνέχισε να λέει: