Α Κορ. 13,11 ὅτε ἤμην
νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς
νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ
τοῦ νηπίου.
Α Κορ. 13,11 Οταν ήμουν νήπιον, σαν νήπιον ωμιλούσα· είχα φρονήματα
και σκέψεις νηπίου και σαν νήπιον εσυλλογιζόμουν και έκρινα. Οταν όμως έγινα
άνδρας, κατήργησα και αφήκα πλέον τας νηπιώδεις γνώσεις και τον νηπιώδη τρόπον
του σκέπτεσθαι. (Εις την παρούσαν ζωήν έχομεν την ατελή και ανανάπτυκτον
διάνοιαν και γνώσιν του νηπίου).
Α Κορ. 13,12 βλέπομεν γὰρ ἄρτι
δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς
πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι
καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην.
Α Κορ. 13,12 Διότι τώρα βλέπομεν σαν μέσα σε μεταλλινόν θαμπόν
καθρέπτην θαμπά και ακαθόριστα, ώστε να μας μένουν πολλά ασαφή και σκοτεινά,
άλυτα προβλήματα και απορίαι, τότε όμως θα ίδωμεν πρόσωπον προς πρόσωπον,
φανερά και καθαρά. Τωρα γνωρίζω ένα μέρος της αληθείας, τότε όμως θα αποκτήσω
τελείαν επίγνωσιν, θα λάβω τόσον καθαράν και τελείαν γνώσιν, όσον πλήρως και
τελείως με έχει γνωρίσει και με ωδήγησεν στον δρόμον της σωτηρίας ο
παντογνώστης Θεός.
Α Κορ. 13,13 νυνὶ δὲ μένει
πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ
τούτων ἡ ἀγάπη.
Α Κορ. 13,13 Εις δε την παρούσαν ζωήν, μένει η πίστις, η ελπίς και η
αγάπη, τα τρία αυτά, μεγαλύτερα δε μεταξύ αυτών είναι η αγάπη.
Α Κορ. 14,1 Διώκετε τὴν ἀγάπην·
ζηλοῦτε δὲ τὰ πνευματικά, μᾶλλον δὲ ἵνα
προφητεύητε.
Α Κορ. 14,1 Λοιπόν, αγωνίζεσθε, με επιμονήν να αποκτήσετε την
αγάπην. Να επιθυμήτε με φλογερόν ζήλον τα πνευματικά χαρίσματα· περισσότερον δε
από κάθε άλλον το χάρισμα και την ικανότητα να εξαγγέλλετε το θέλημα και την
βουλήν του Θεού στους πιστούς.
Α Κορ. 14,2 ὁ γὰρ λαλῶν
γλώσσῃ οὐκ ἀνθρώποις λαλεῖ, ἀλλὰ τῷ
Θεῷ· οὐδεὶς γὰρ ἀκούει, πνεύματι δὲ
λαλεῖ μυστήρια·
Α Κορ. 14,2 Διότι εκείνος που ομιλεί ξένας γλώσσας, δεν ομιλεί προς
τους ανθρώπους, αφού ως ξενόγλωσσον δεν τον εννοούν, αλλ' ομιλεί προς τον Θεόν·
διότι κανείς δεν τον ακούει με ενδιαφέρον, αφού δεν τον καταλαβαίνει, εφ' όσον
αυτός με το πνεύμα του, που έχει βέβαια τον φωτισμόν και την χάριν του Αγίου
Πνεύματος, λαλεί αγνώστους και μυστηριώδεις αληθείας.
Α Κορ. 14,3 ὁ δὲ
προφητεύων ἀνθρώποις λαλεῖ οἰκοδομὴν καὶ
παράκλησιν καὶ παραμυθίαν.
Α Κορ. 14,3 Εκείνος όμως που εξαγγέλει στους ανθρώπους το θέλημα
και την βουλήν του Θεού ομιλεί κατά τρόπον ωφέλιμον και οικοδομητικόν και
ενθαρρύνει και παρηγορεί τους πιστούς με την διδασκαλίαν του.
Α Κορ. 14,4 ὁ λαλῶν γλώσσῃ
ἑαυτὸν οἰκοδομεῖ, ὁ δὲ προφητεύων ἐκκλησίαν
οἰκοδομεῖ.
Α Κορ. 14,4 Εκείνος που ομολεί ξένην γλώσσαν, οικοδομείται βέβαι ο
ίδιος από τα νοήματά που του εμπνέει το Πνεύμα το Αγιον. Εκείνος όμως που
διδάσκει τας αληθείας της πίστεως, οικοδομεί όλο το πλήθος των πιστών, που τον
ακούουν.
Α Κορ. 14,5 θέλω δὲ πάντας ὑμᾶς
λαλεῖν γλώσσαις, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε· μείζων
γὰρ ὁ προφητεύων ἢ ὁ λαλῶν γλώσσαις, ἐκτὸς
εἰ μὴ διερμηνεύῃ, ἵνα ἡ ἐκκλησία οἰκοδομὴν
λάβῃ.
Α Κορ. 14,5 Και εγώ βέβαια θέλω να ομιλήτε όλοι σας ξένας γλώσσας,
αφού τόσον πολύ το επιθυμείτε. Περισσότερον όμως θέλω να έχετε τον πλούτον της
γνώσεως του Αγίου Πνεύματος και να εξαγγέλλετε το θέλημα και την βουλήν του
Κυρίου. Διότι από απόψεως πνευματικής οικοδομής και εξυπηρετήσεως των πιστών,
είναι ανώτερος εκείνος, που διδάσκει, από εκείνον που ομιλεί ξένας γλώσσας,
εκτός εάν ο ίδιος εξηγή όσα λέγει, δια να οικοδομηθή εις την αλήθειαν και την
αρετήν η Εκκλησία, οι πιστοί.
Ματθ. 12,1 Ἐν ἐκείνῳ
τῷ καιρῷ ἐπορεύθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς
σάββασι διὰ τῶν σπορίμων· οἱ δὲ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἐπείνασαν, καὶ ἤρξαντο τίλλειν στάχυας καὶ ἐσθίειν.
Ματθ. 12,1 Κατά τον καιρόν εκείνον ο Ιησούς εις ημέραν Σαββάτου
επέρασε μέσα από σπαρμένους αγρούς· οι μαθηταί του επείνασαν και ήρχισαν να
κόβουν στάχυα, να τα τρίβουν και να τρώγουν τον καρπόν.
Ματθ. 12,2 οἱ δὲ Φαρισαῖοι
ἰδόντες εἶπον αὐτῷ· ἰδοὺ οἱ
μαθηταί σου ποιοῦσιν ὃ οὐκ ἔξεστι ποιεῖν ἐν
σαββάτῳ.
Ματθ. 12,2 Αλλά οι Φαρισαίοι, όταν είδαν το γεγονός, είπαν εις
αυτόν· “ιδού, οι μαθηταί σου κάνουν κάτι, που δεν επιτρέπεται να γίνεται κατά
την ημέραν Σαββάτου”.
Ματθ. 12,3 ὁ δὲ εἶπεν
αὐτοῖς· οὐκ ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυΐδ ὅτε
ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ;
Ματθ. 12,3 Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· “δεν εδιαβάσατε εις τας
Γραφάς τι έκαμεν ο Δαυΐδ, όταν επείνασε αυτός και οι άνθρωποι που ήσαν μαζή
του;
Ματθ. 12,4 πῶς εἰσῆλθεν
εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους
τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἐξὸν ἦν
αὐτῷ φαγεῖν οὐδὲ τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ,
εἰ μὴ μόνοις τοῖς ἱερεῦσι;
Ματθ. 12,4 Δηλαδή πως εμπήκε στον οίκον του Θεού, εις την σκηνήν
του Μαρτυρίου και έφαγε τους άρτους, που ήσαν τοποθετημένοι εις την τράπεζαν
της προθέσεως, ως θυσία στον Θεόν και τους οποίους δεν επετρέπετο ούτε εις
αυτόν ούτε στους ανθρώπους που είχε μαζή του να φάγουν, παρά μόνον στους
ιερείς. Και όμως, ο Θεός δεν οργίσθη δι' αυτό.
Ματθ. 12,5 ἢ οὐκ ἀνέγνωτε
ἐν τῷ νόμῳ ὅτι τοῖς σάββασιν οἱ ἱερεῖς
ἐν τῷ ἱερῷ τὸ σάββατον βεβηλοῦσι, καὶ
ἀναίτιοί εἰσι;
Ματθ. 12,5 Η δεν εδιαβάσατε στον Νομον, ότι κατά τα Σαββατα
καταλύουν οι ιερείς το Σαββατον με τας εργασίας που κάνουν μέσα στον ναόν (όταν
ανάβουν φωτιά δια το θυσιαστήριον, σφάζουν τα ζώα που θα προσφερθούν ως θυσία
κ.λ.π); Και όμως κανείς δεν τους κατηγορεί δι' αυτό.
Ματθ. 12,6 λέγω δὲ ὑμῖν
ὅτι τοῦ ἱεροῦ μεῖζόν ἐστιν ὧδε.
Ματθ. 12,6 Σας λέγω δε τούτο· ότι έδω είναι κάτι πολύ ανώτερον
από τον ναόν (διότι εγώ είμαι ο Κυριος του ναού, ο αιώνιος Αρχιερεύς, οι δε
μαθηταί μου θα γίνουν οι ιερείς της χάριτος και οι απόστολοί μου).
Ματθ. 12,7 εἰ δὲ ἐγνώκειτε
τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν, οὐκ ἅν
κατεδικάσατε τοὺς ἀναιτίους.
Ματθ. 12,7 Και εάν είχατε γνωρίσει καλά τι σημαίνει αυτό που είπε
ο Θεός, αγάπην και ευσπλαγχνίαν θέλω και όχι τυπικήν θυσίαν, δεν θα
κατεδικάζατε τους αθώους και ανευθύνους μαθητάς μου.
Ματθ. 12,8 κύριος γάρ ἐστιν ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου.
Ματθ. 12,8 Επειτα δε μάθετε και τούτο· ότι ο Υιός του
ανθρώπου-δηλαδή εγώ-είναι κύριος και του Σαββάτου (και ημπορεί, αν το κρίνη, να
τροποποιήση και τον θεσμόν αυτόν. Ο,τι έκαμαν οι μαθηταί το έκαμαν με την
ιδικήν μου σιωπηράν συγκατάθεσιν και άρα δεν είναι ένοχοι)”.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/