(Ἡλιάδης Σάββας, Δάσκαλος)
Επιστήμονες γιατροί,
παιδαγωγοί, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι εργάζονται και παλεύουν, για να
ανακουφίσουν τον άνθρωπο από την ψυχοφθόρα λύπη.
Ποιητές και λογοτέχνες και άλλοι άνθρωποι της τέχνης επίσης, ασχολούνται
με το θέμα, προσπαθώντας να την προσεγγίσουν εικαστικά. Τη λύπη, που,
όταν θρονιάζει στα έγκατα της ψυχής, γίνεται κολαστήριο εργαλείο και την
συγκλονίζει, την παραμορφώνει και καθιστά τον άνθρωπο «άλλον εαυτόν».
Όλοι προβληματίζονται και προβληματίζουν, αναρωτιούνται, επιρρίπτουν
ευθύνες, προτείνουν λύσεις, καταριούνται την «τύχη», αλλά αυτή, παρόλο
που μπορεί να κατασταλεί προσωρινά, παραμένει ανίκητη, συνεχίζοντας να
παίζει το παιχνίδι της. Να φυτεύει στην ψυχή την απόγνωση και να την
οδηγεί σε αδιέξοδα. Χωρίς να ξεχωρίζει πρόσωπα. Χωρίς να κάνει
διακρίσεις. Όποιος κι αν είναι ο άνθρωπος, του χτυπάει την πόρτα της
καρδιάς και την ροκανίζει με το σαράκι της. Πού να βρίσκεται άραγε το φάρμακο της θεραπείας της;