Πραξ. 2,1 Καὶ ἐν τῷ
συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν
ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό.
Πραξ. 2,1 Καθώς δε επροχωρούσε να συμπληρωθή και να κλείση η
ημέρα της Πεντηκοστής, η οποία είχε αρχίσει από την προηγουμένην εσπέραν, ήσαν
όλοι οι πιστοί ομόψυχοι, συγκεντρωμένοι στο ίδιον μέρος.
Πραξ. 2,2 καὶ ἐγένετο
ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ
φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον
οὗ ἦσαν καθήμενοι·
Πραξ. 2,2 Και έξαφνα ήλθε από τον ουρανόν ένας ήχος, σαν
ισχυρή βοή ανέμου που κινείται με ορμήν, και εγέμισε όλο το σπίτι, μέσα στο
οποίον εκάθηντο οι μαθηταί.
Πραξ. 2,3 καὶ ὤφθησαν
αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ
τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν,
Πραξ. 2,3 Και παρουσιάσθησαν εις αυτούς γλώσσες σαν από φλόγες
πυρός, να διαμοιράζωνται· και στον καθένα από αυτούς εκάθισε από μία γλώσσα.
Πραξ. 2,4 καὶ ἐπλήσθησαν
ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις
γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι.
Πραξ. 2,4 Και εγέμισαν όλοι από Πνεύμα Αγιον και ήρχισαν να
ομιλούν ξένας γλώσσας και να κηρύττουν τας υψηλάς αληθείας, όπως το Πνεύμα το
Αγιον τους εφώτιζε και τους έδιδε την δύναμιν να ομιλούν.
Πραξ. 2,5 Ἦσαν δὲ ἐν
Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς
ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν·
Πραξ. 2,5 Ευρίσκοντο δε εις την Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν
εκείνην, άλλοι μεν ως μόνιμοι κάτοικοι, άλλοι δε ως προσωρινοί λόγω της εορτής,
άνδρες Ιουδαίοι ευσεβείς από κάθε έθνος που υπήρχε κάτω από τον ουρανόν.
Πραξ. 2,6 γενομένης δὲ τῆς
φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι
ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ
λαλούντων αὐτῶν.
Πραξ. 2,6 Οταν δε έγινε η βοή από τον ουρανόν, εμαζεύτηκε το
πλήθος εκεί και όλοι εκυριεύθησαν από σύγχυσιν και απορίαν, διότι ο καθένας των
ήκουε τους μαθητάς να ομιλούν την ιδικήν του γλώσσαν.
Πραξ. 2,7 ἐξίσταντο δὲ
πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ
ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι;
Πραξ. 2,7 Εξεπλήσσοντο δε όλοι και εθαύμαζαν, λέγοντες μεταξύ
των· “τι συμβαίνει; Ολοι αυτοί, που ομιλούν, δεν είναι Γαλιλαίοι;
Πραξ. 2,8 καὶ πῶς ἡμεῖς
ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν
ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν,
Πραξ. 2,8 Και πως, ο καθένας από ημάς, τους ακούομεν να
ομιλούν την ιδικήν μας γλώσσαν, την οποίαν εμάθαμεν από της γεννήσεώς μας;
Πραξ. 2,9 Πάρθοι καὶ Μῆδοι
καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν
Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν
Ἀσίαν,
Πραξ. 2,9 Και είμεθα από τόσα πολλά έθνη· Παρθοι και Μήδοι και
Ελαμίται και κάτοικοι της Μεσοποταμίας, της Ιουδαίας και της Καππαδοκίας, του
Ποντου και της Ασίας,
Πραξ. 2,10 Φρυγίαν τε καὶ
Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς
κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ῥωμαῖοι,
Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι,
Πραξ. 2,10 της Φρυγίας και της Παμφυλίας, της Αιγύπτου και των
περιοχών της Λιβύης, που είναι πλησίον της Κυρήνης, όπως επίσης και οι
παρεπίδημοι Ρωμαίοι, Ιουδαίοι την καταγωγήν και προσήλυτοι από άλλα έθνη.
Πραξ. 2,11 Κρῆτες καὶ Ἄραβες,
ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις
τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;
Πραξ. 2,11 Ακόμη δε Κρήτες και Αραβες, όλοι όσοι καταγόμεθα από
τα πολλά και διάφορα αυτά μέρη, πως συμβαίνει να τους ακούωμεν να κηρύττουν τα
μεγαλεία του Θεού εις τας ιδικάς μας γλώσσας;”
Ιω. 7,37 Ἐν δὲ τῇ
ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς
εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν
τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω.
Ιω. 7,37 Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής
εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν· “εάν κανείς διψά πνευματικά και
αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη την
αλήθειαν που προσφέρω, δια να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον βαθείς και ευγενείς
πόθοι του.
Ιω. 7,38 ὁ πιστεύων εἰς
ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς
κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος.
Ιω. 7,38 Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, όπως είπε και η
Γραφή, θα γίνη αστείρευτος πνευματική πηγή· και από την καρδίαν του θα
αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”.
Ιω. 7,39 τοῦτο δὲ
εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ
πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα
Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη.
Ιω. 7,39 Αυτό δε είπε ο Κυριος δια το Αγιον Πνεύμα, το
οποίον έμελλον να λάβουν όσοι θα επίστευον εις αυτόν, διότι η χάρις του Αγίου
Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθή εις κανένα, επειδή ο
Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή με την μεγάλην θυσίαν και με την ένδοξον ανάληψίν
του.
Ιω. 7,40 πολλοὶ οὖν
ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον·
οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης·
Ιω. 7,40 Πολλοί, λοιπόν, από τον λαόν, όταν ήκουσαν την
διδασκαλίαν αυτήν, έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο προφήτης, που έχει
προαναγγείλει ο Μωϋσής.
Ιω. 7,41 ἄλλοι ἔλεγον·
οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ
γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται;
Ιω. 7,41 Αλλοι έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο Χριστός”.
Αλλοι έλεγαν· “δεν είναι ο Χριστός, διότι μήπως από την Γαλιλαίαν θα έλθη ο
Χριστός;
Ιω. 7,42 οὐχὶ ἡ
γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ
Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς
ἔρχεται;
Ιω. 7,42 Δεν είπε η Γραφή, ότι ο Χριστός κατάγεται από το
γένος του Δαυΐδ και έρχεται από το χωρίον Βηθλεέμ, όπου εγεννήθη και έζησεν ο
Δαυΐδ;”
Ιω. 7,43 σχίσμα οὖν ἐν
τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾿ αὐτόν.
Ιω. 7,43 Εγινε, λοιπόν, αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ
του λαού εξ αιτίας αυτού.
Ιω. 7,44 τινὲς δὲ
ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς
ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας.
Ιω. 7,44 Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά
κανείς δεν άπλωσε επάνω του το χέρι.
Ιω. 7,45 Ἦλθον οὖν
οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ
Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι·
διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν;
Ιω. 7,45 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι υπηρέται στους αρχιερείς
και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστόν και τους είπαν εκείνοι·
“διατί δεν τον εφέρατε εδώ;”
Ιω. 7,46 ἀπεκρίθησαν οἱ
ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς
οὗτος ὁ ἄνθρωπος.
Ιω. 7,46 Απεκρίθησαν οι υπηρέται· “ποτέ μέχρι σήμερα άλλος
άνθρωπος δεν εδίδαξε έτσι, όπως διδάσκει αυτός ο άνθρωπος”.
Ιω. 7,47 ἀπεκρίθησαν οὖν
αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς
πεπλάνησθε;
Ιω. 7,47 Απεκρίθησαν τότε οι Φαρισαίοι εις αυτούς· “μήπως
και σεις έχετε παρασυρθή από αυτόν εις την πλάνην;
Ιω. 7,48 μή τις ἐκ τῶν
ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν
Φαρισαίων;
Ιω. 7,48 Μηπως επίστευσεν εις αυτόν κανείς από τους
άρχοντας η από τους Φαρισαίους; Κανείς δεν επίστευσε, διότι αυτοί μόνοι
γνωρίζουν την αλήθειαν και έχουν ορθή κρίσιν.
Ιω. 7,49 ἀλλ᾿ ὁ
ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί
εἰσι!
Ιω. 7,49 Αλλά επίστευσεν αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν
γνωρίζει τον νόμον και δι' αυτό είναι καταράμενοι!”
Ιω. 7,50 λέγει Νικόδημος πρὸς
αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς
ὢν ἐξ αὐτῶν·
Ιω. 7,50 Λεγει τότε προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήτο ένας
από αυτούς και ο οποίος είχεν επισκεφθή νύκτα τον Χριστόν·
Ιω. 7,51 μὴ ὁ
νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ
ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί
ποιεῖ;
Ιω. 7,51 “μήπως ο νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπον, εάν
ο δικαστής δεν ακούση πρώτον από αυτόν την απολογίαν του και μάθη τι έχει
κάμει;”
Ιω. 7,52 ἀπεκρίθησαν καὶ
εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς
Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ
τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.
Ιω. 7,52 Απήντησαν και του είπαν· “μήπως και συ είσαι από
την Γαλιλαίαν; Ερεύνησε και μάθε, ότι προφήτης δεν έχει έως τώρα βγη από την
Γαλιλαίαν”. (Η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται στον τόπον καταγωγής, αλλά εις
την αρετήν και τα έργα του).
Ιω. 8,12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς
ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ
φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ
οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿
ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
Ιω. 8,12 Παλιν, λοιπόν, ωμίλησε προς αυτούς ο Ιησούς
λέγων· “εγώ είμαι το φως όλου του κόσμου, εκείνος που με ακολουθεί πιστά δεν θα
περιπατήση στο σκότος με άμεσον τον κίνδυνον να κρημνισθή εις τα βάραθρα, αλλά
θα έχη το πνευματικόν φως που ακτινοβολείται από τον Θεόν, την πηγήν της ζωής.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/