Ανήμερα της γιορτής του Προφήτη Ηλία ένας νέος, ο Ηλίας, έμπαινε στην
εκκλησία, κρατώντας μια μεγάλη λαμπάδα. Θα την άναβε εκεί στο μανουάλι
ανάμεσα στην εικόνα της Παναγίας και του Προφήτη που βρισκόταν εκεί. Το
είχε τάμα αφού η γιορτή της ημέρας είχε τριπλό νόημα για εκείνον. Είχε
γενέθλια, την ονομαστική του εορτή και ένα θαύμα που του συνέβη όταν
ήταν νεότερος…
Δεκαέξι χρονών, την ημέρα της γιορτής του, ξύπνησε καταστρώνοντας σχέδια
για το που θα γιορτάσει το βράδυ, με τους φίλους του. Μαζί με αυτή την
σκέψη του ήρθε άλλη μία. Μόνο που αυτή ήταν βλάσφημη. Ήταν ένα αισχρό
“δίστιχο” που του καρφώθηκε στο μυαλό και έκανε ρίμα με το όνομα της
Παναγίας. Προχωρούσε η μέρα και τα βλάσφημα λόγια δεν σταματούσαν. Το
είδε σαν παιχνίδι. Όσο το έλεγε φωναχτά, τόσο του άρεσε, και έτσι
λέγοντας το ξανά και ξανά έφτασε απόγευμα.
Εκεί συνέβη κάτι που του άλλαξε τα πάντα και τον άλλαξε για πάντα.