Tον νυμφώνα Σου
βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ·
λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, Φωτοδότα και σώσόν με», ψάλλει η Εκκλησία
μας.
Η ψυχή του
χριστιανού, η μετανοημένη ψυχή, αυτή που έχει συναίσθηση της αμαρτωλότητος και
της ευθύνης, στρέφει τα μάτια της προς τον Νυμφίον της Εκκλησίας και γοερώς
αναφωνεί: «Σωτήρα μου, Ευεργέτα μου, Συ που σταυρώθηκες γιά μένα την αμαρτωλή
ψυχή· δεν έχω χιτώνα καθαρό, χιτώνα λελαμπρυσμένο από τα δάκρυα και την
μετάνοια· ένδυμα δεν έχω αγνό. Πώς θα παρουσιασθώ ενώπιόν Σου, Ουράνιε Νυμφίε
κάθε μετανοημένης και καθαράς ψυχής! Ο νυμφώνας Σου είναι κεκοσμημένος, είναι
θαυμάσια στολισμένος και όμορφος. Εγώ όμως δεν έχω ένδυμα, ίνα εισέλθω και
κατοικήσω αιωνίως εν αυτώ. Σε παρακαλώ, Σε ικετεύω, Ουράνιε Νυμφίε της ψυχής
μου, λάμπρυνόν με· καθάρισε το ένδυμα της ψυχής μου, δώσε μου τα απαιτούμενα
μέσα καθάρσεως για να λαμπρυνθή το ένδυμα αυτό και να αξιωθώ να γίνω μέτοχος,
να γίνω άξιος να κατοικήσω μέσα σ' αυτόν τον ουράνιο και αιώνιο νυμφώνά Σου».