Τὴν
Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ἱερὰ Ἀναγνώσματα ποὺ ἀναγινώσκονται
στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν. Μία ἀπὸ τὶς
σοφὲς Παροιμίες τῆς λειτουργικῆς αὐτῆς περιόδου μᾶς προτρέπει νὰ περιορίσουμε τὴν
πολυλογία μας. Διότι ἀπὸ τὴν πολυλογία εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγουμε τὴν ἁμαρτία
καὶ νὰ μὴν παρεκτραποῦμε σὲ ἀπερίσκεπτα λόγια. Συνετὸς καὶ μυαλωμένος εἶναι ἐκεῖνος
ποὺ προσέχει τὰ χείλη του. «Ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξῃ ἁμαρτίαν, φειδόμενος δὲ
χειλέων νοήμων ἔσῃ» (Παρ. ι΄ [10] 19).
Ὁ ἔναρθρος λόγος, ἡ λαλιά, ἡ ὁμιλία εἶναι ἐξαίρετο προσὸν τοῦ ἀνθρώπου. Μᾶς
δίνει τὴ δυνατότητα νὰ ἐκφράσουμε μὲ λόγια τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν σκέψεων καὶ
συναισθημάτων μας.