Ἀπόστολος: ( Ρωμ. ι΄ 1 - 10 )
Εὐαγγέλιο: ( Μαρκ. ε΄ 22 - 24 & 35 - στ΄ 1 )
Ρωμ. 10,1 Ἀδελφοί, ἡ μὲν
εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ
πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ ἐστιν
εἰς σωτηρίαν·
Ρωμ. 10,1 Αδελφοί, παρ' όλην την απιστίαν που μέχρι σήμερον
έχουν δείξει οι Ισραηλίται, η θερμή επιθυμία μου και η ευμενής διάθεσις της
καρδίας μου και η δέησίς μου προς τον Θεόν είναι υπέρ των Ισραηλιτών, δια να
δεχθούν και αυτοί την σωτηρίαν.
Ρωμ. 10,2 μαρτυρῶ γὰρ
αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ᾿
οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν.
Ρωμ. 10,2 Διότι γνωρίζω και δίδω μαρτυρίαν δι' αυτούς ότι
έχουν ζήλον Θεού, αλλά όχι με φωτισμένην την γνώσιν και σύμφωνον προς το θέλημα
του Θεού.
Ρωμ. 10,3 ἀγνοοῦντες γὰρ
τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν
δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ
Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν.
Ρωμ. 10,3 Διότι αυτοί ηγνόησαν μεν και περεμέρισαν την
δικαίωσιν, που παρέχει ο Θεός, ζητούν δε να στήσουν τας ιδικάς των αντιλήψεις
περί δικαιώσεως και έτσι δεν υπετάχθησαν εις την δικαίωσιν του Θεού.
Ρωμ. 10,4 τέλος γὰρ νόμου
Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι.
Ρωμ. 10,4 Διότι σκοπός του Νομου αλλά και τέρμα της αποστολής
του Νομου είναι ο Χριστός, ο οποίος δίδει την δικαίωσιν στον καθένα, που
πιστεύει εις αυτόν.
Ρωμ. 10,5 Μωϋσῆς γὰρ
γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου, ὅτι ὁ
ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς·
Ρωμ. 10,5 Διότι ο Μωϋσής γράφει σχετικώς με την δικαίωσιν, η
οποία προέρχεται από τον νόμον ότι· “ο άνθρωπος, ο οποίος θα τηρήση όλα όσα
διατάσσει ο Νομος, αυτός θα ζήση δι' αυτών”.
Ρωμ. 10,6 ἡ δὲ ἐκ
πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ
καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ᾿
ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν·
Ρωμ. 10,6 Δια δε την εκ πίστεως δικαίωσιν λέγει πάλιν ο
Μωϋσής· “μη αφήσης να εισχωρήση λογισμός αμφιβολίας εις την καρδίαν σου, και
είπης· ποιός θ' ανεβή στον ουρανόν;” δια να κατεβάση, δηλαδή, από εκεί τον
Χριστόν, που θα μου δώση την σωτηρίαν.
Ρωμ. 10,7 ἢ τίς καταβήσεται
εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν ἐκ
νεκρῶν ἀναγαγεῖν.
Ρωμ. 10,7 Η “ποιός θα κατεβή εις την άβυσσον του Αδου;” δια
να αναστήση δηλαδή τον Χριστόν, που θα μας δώση την δικαίωσιν.
Ρωμ. 10,8 ἀλλὰ τί
λέγει; ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἐν τῷ
στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ᾿
ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν.
Ρωμ. 10,8 Αλλά τι λέγει ο Θεός δια της Γραφής; Λεγει ότι
“κοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα και εις την καρδίαν σου”, δηλαδή το
Ευαγγέλιον της πίστεως, το οποίον ημείς οι Απόστολοι κηρύσσομεν.
Ρωμ. 10,9 ὅτι ἐὰν
ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν,
καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ
Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ·
Ρωμ. 10,9 Διότι, εάν με το στόμα σου ομολογήσης τον Ιησούν ως
ύψιστον Κυριον, και με όλην σου την καρδίαν εσωτερικώς πιστεύσης ότι ο Θεός τον
ανέστησε εκ νεκρών, θα σωθής.
Ρωμ. 10,10 καρδίᾳ γὰρ
πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς
σωτηρίαν.
Ρωμ. 10,10 Διότι με την καρδίαν του πιστεύει κανείς στον Χριστόν
και ως συνέπειαν αυτής της πίστεώς του έχει την δικαίωσιν· με το στόμα του δε
ομολογεί τον Χριστόν εμπρός στους ανθρώπους και λαμβάνει έτσι την σωτηρίαν.
Μαρκ. 5,22 Καὶ ἔρχεται
εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι Ἰάειρος, καὶ
ἰδὼν αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ
Μαρκ. 5,22 Και έρχεται εκεί ένας από τους αρχισυναγώγους, ονόματι
Ιάειρος, ο οποίος όταν τον είδεν, έπεσε γονατιστός εμπρός εις τα πόδια του
Μαρκ. 5,23 καὶ παρεκάλει αὐτὸν
πολλά, λέγων ὅτι τὸ θυγάτριόν μου ἐσχάτως ἔχει, ἵνα
ἐλθὼν ἐπιθῇς αὐτῇ τὰς χεῖρας, ὅπως
σωθῇ καὶ ζήσεται.
Μαρκ. 5,23 και τον παρακαλούσε με πολλάς και θερμάς παρακλήσεις
και έλεγε, ότι “η μικρά μου κόρη ευρίσκεται εις τα πρόθυρα του θανάτου. Σε
παρακαλώ λοιπόν να έλθης στο σπίτι, να βάλης επάνω της τας χείρας, δια να σωθή
και ζήση”.
Μαρκ. 5,24 καὶ ἀπῆλθε
μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος
πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν.
Μαρκ. 5,24 Και ανεχώρησε μαζή του. Λαός δε πολύς τον ακολουθούσε
και οι άνθρωποι τον εστρύμωχναν.
Μαρκ. 5,35 Ἔτι αὐτοῦ
λαλοῦντος ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου
λέγοντες ὅτι ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε· τί ἔτι
σκύλλεις τὸν διδάσκαλον;
Μαρκ. 5,35 Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχονται από το σπίτι του
αρχισυναγώγου άνθρωποι λέγοντες ότι “η θυγάτηρ σου απέθανε· διατί ενοχλείς
ακόμη τον διδάσκαλον;”
Μαρκ. 5,36 ὁ δὲ Ἰησοῦς
εὐθέως ἀκούσας τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ ἀρχισυναγώγῳ·
μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε.
Μαρκ. 5,36 Ο δε Ιησούς αμέσως, μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, λέγει
στον αρχισυνάγωγον· “μη φοβείσαι, μόνο πίστευε”.
Μαρκ. 5,37 καὶ οὐκ ἀφῆκεν
αὑτῷ οὐδένα συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ
Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου.
Μαρκ. 5,37 Και δεν αφήκε κανένα να τον ακολουθήση παρά μόνον τον
Πετρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τον αδελφόν του Ιακώβου.
Μαρκ. 5,38 καὶ ἔρχεται
εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ
θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας πολλά,
Μαρκ. 5,38 Και έρχεται στο σπίτι του αρχισυναγώγου και ακούει
θόρυβον και βλέπει πολλούς να κλαίουν και να ολοφύρωνται πολύ.
Μαρκ. 5,39 καὶ εἰσελθὼν
λέγει αὐτοῖς· τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ
παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει, καὶ
κατεγέλων αὐτοῦ.
Μαρκ. 5,39 Και εισελθών λέγει εις αυτούς· “διατί κάνετε τόσον
θόρυβον με τας κραυγάς σας και διατί κλαίετε; Το παιδί δεν απέθανε, αλλά
κοιμάται”. Και εκείνοι τον περιγελούσαν.
Μαρκ. 5,40 ὁ δὲ ἐκβαλὼν
πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν
μητέρα καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἰσπορεύεται
ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον,
Μαρκ. 5,40 Αυτός όμως, αφού έβγαλε έξω όλους, επήρε τον πατέρα του
παιδιού και την μητέρα και τους τρεις μαθητάς, που ήσαν μαζή του, και εμπήκε
εκεί, όπου ήτο εξηπλωμένο το παιδί.
Μαρκ. 5,41 καὶ κρατήσας τῆς
χειρὸς τοῦ παιδίου λέγει αὐτῇ· ταλιθά, κοῦμι·
ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε.
Μαρκ. 5,41 Και αφού επιασε το χέρι του παιδιού, είπε προς αυτό·
“ταλιθά κούμι”· πράγμα το οποίον ερμηνευόμενον σημαίνει· “το κοράσιον, εις σε
εγώ ομιλώ, σήκω”.
Μαρκ. 5,42 καὶ εὐθέως ἀνέστη
τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ ἐτῶν
δώδεκα. καὶ ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ.
Μαρκ. 5,42 Και αμέσως το κοράσιον εσηκώθη και εντελώς υγιές
περιπατούσε· διότι ήτο δώδεκα ετών. Και κατελήφθησαν όλοι από έκπληξιν και
μεγάλον θαυμασμόν.
Μαρκ. 5,43 καὶ διεστείλατο αὐτοῖς
πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ εἶπε
δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν.
Μαρκ. 5,43 Και τους είπε και τους ξαναείπε και τους έδωσε εντολήν
με ένα τρόπον έντονον, κανείς να μη μάθη αυτό το θαύμα. Και είπε να της δώσουν
να φάγη. (Δια να βεβαιωθούν έτσι ότι ήτο και πλήρως υγιής η κόρη των).
Μαρκ. 6,1 Καὶ ἐξῆλθεν
ἐκεῖθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ·
καὶ ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
Μαρκ. 6,1 Και έφυγεν από εκεί και ήλθεν εις την Ναζαρέτ, την
πατρίδα του. Και τον ηκολούθησαν οι μαθηταί του.