«Τό
πιο τρομερό ήταν το ότι η ίδια φωτιά δεν μπορούσε να κάψει την σάρκα μου πού
ήταν σαν πάγος».
Όταν,
στην
εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, πήγα να κοινωνήσω, το δεξί μου χέρι έκανε
μια
απότομη κίνηση, σαν να το έσπρωξε κάποια δύναμη, και παρά λίγο να
χτυπήσω το
άγιο Ποτήριο με τά Άχραντα Μυστήρια πού κρατούσε στα χέρια του ο
Ιερομόναχος ο οποίος με κοινωνούσε. Μετά την Θεία Κοινωνία τρεις -
τέσσερις μέρες αισθανόμουν
ανακούφιση. Συνέχιζαν να διαβάζουν τούς εξορκισμούς διότι ο δαίμονας δεν
έλεγε το
όνομά του.
Λίγες μέρες μετά -δεν θυμάμαι πόσες ακριβώς και δεν θέλω να λέω ψέμα
όταν πρόκειται για την αλήθεια τού Θεού- άρχισα να κρυώνω τόσο πολύ πού
καλύτερα να πω πώς δεν ήταν κρύο αυτό πού αισθανόμουν αλλά παγωνιά. Ανέβαινα
πάνω σε αναμμένη σόμπα αλλά ούτε εκεί δεν μπορούσα να ζεσταθώ. Πήγαινα και
στεκόμουν μπροστά στο αναμμένο τζάκι αλλά ούτε αυτό με βοηθούσε. Αλλά το πιο
άσχημο και το πιο τρομερό ήταν το ότι η ίδια φωτιά δεν με έκαιγε, σαν να έχασε
αυτή για μένα την καυστική της δύναμη και δεν μπορούσε να κάψει την σάρκα μου
πού ήταν σαν πάγος.