Εβρ. 13,17 Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις
ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες·
ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ
στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο.
Εβρ. 13,17 Να πείθεσθε και να υποτάσσεσθε με προθυμίαν, χωρίς
δισταγμούς και δυσφορίας, στους πνευματικούς προϊσταμένους σας. Διότι αυτοί
αγρυπνούν δια την σωτηρίαν των ψυχών σας, επειδή θα δώσουν λόγον δια σας στον
Χριστόν. Υπακούετε, λοιπόν, εις αυτούς με προθυμίαν, ώστε να εκτελούν το έργον
αυτό της πνευματικής καθοδηγήσεώς σας με χαράν και όχι με στεναγμούς· διότι το
να στενάζουν από την ιδικήν σας απείθειαν, είναι επιζήμιον εις σας τους ιδίους.
Θα φέρη επάνω σας την οργήν του Θεού.
Εβρ. 13,18 Προσεύχεσθε περὶ ἡμῶν·
πεποίθαμεν γὰρ ὅτι καλὴν συνείδησιν ἔχομεν, ἐν πᾶσι
καλῶς θέλοντες ἀναστρέφεσθαι.
Εβρ. 13,18 Προσεύχεσθε δι' ημάς· διότι έχομεν την πεποίθησιν,
ότι η συνείδησίς μας μας παρέχει την καλήν και δικαίαν πληροφορίαν ότι, όπως
στο παρελθόν έτσι και τώρα, θέλομεν πάντοτε και εις όλα να συμπεριφερώμεθα προς
όλους καλώς.
Εβρ. 13,19 περισσοτέρως δὲ
παρακαλῶ τοῦτο ποιῆσαι, ἵνα τάχιον ἀποκατασταθῶ
ὑμῖν.
Εβρ. 13,19 Σας παρακαλώ δε να κάμετε τούτο περισσότερον δι'
εμέ, να προσεύχεσθε ειδικώτερον περί εμού, δια να επανέλθω κοντά σας το
συντομώτερον.
Εβρ. 13,20 Ὁ δὲ Θεὸς
τῆς εἰρήνης, ὁ ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν τὸν
ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου,
τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν,
Εβρ. 13,20 Ο δε Θεός της ειρήνης, ο οποίος ανέστησεν εκ νεκρών
και ανέλαβεν στους ουρανούς εκ δεξιών του τον μεγάλον ποιμένα των λογικών
προβάτων, τον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο οποίος προσέφερεν επί του σταυρού
ως λυτρωτικήν θυσίαν το αίμα του, δια να συνάψη και επικυρώση την αιωνίαν
διαθήκην,
Εβρ. 13,21 καταρτίσαι ὑμᾶς
ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ εἰς τὸ ποιῆσαι
τὸ θέλημα αὐτοῦ, ποιῶν ἐν ὑμῖν τὸ
εὐάρεστον ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
αἰώνων· ἀμήν.
Εβρ. 13,21 είθε να σας καταρτίση εις κάθε καλόν έργον, ώστε να
πράττετε πάντοτε το θέλημα αυτού· να ενεργήση και πραγματοποιήση εις τας
καρδίας σας κάθε τι, που είναι ευάρεστον ενώπιόν του, δια της μεσιτείας του
Ιησού Χριστού, προς τον οποίον ανήκει η δόξα στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Λουκ.
13,10 Ἦν δὲ διδάσκων ἐν
μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι.
Λουκ. 13,10 Καποιο Σαββατο εδίδασκε εις μίαν από τας συναγωγάς.
Λουκ.
13,11 καὶ ἰδοὺ
γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ
ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι
εἰς τὸ παντελές.
Λουκ. 13,11 Και ιδού είχε έλθει εκεί μία γυναίκα, η οποία ένεκα
μοχθηράς επιδράσεως πονηρού πνεύματος, ήτο ασθενής δέκα οκτώ χρόνια, σκυμμένη
συνεχώς, χωρίς καθόλου να ημπορή να σηκώση όρθιον το σώμα και την κεφαλήν της.
Λουκ.
13,12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν
ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ·
γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου·
Λουκ. 13,12 Οταν την είδε ο Ιησούς, της εφώναξε και της είπε·
“γυναίκα, ελευθερώνεσαι από την ασθένειάν σου”.
Λουκ.
13,13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ
τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ
ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
Λουκ. 13,13 Και έβαλεν επάνω της τας χείρας του. Και αμέσως
εστάθηκε όρθια αυτή, απέκτησε δηλαδή την υγείαν της και εδόξαζε τον Θεόν.
Λουκ.
13,14 ἀποκριθεὶς δὲ
ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ
ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ·
ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι·
ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ
ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου.
Λουκ. 13,14 Ο δε αρχισυνάγωγος αγανακτών, διότι ο Ιησούς εις
ημέραν Σαββάτου εθεράπευσε, έλαβε τον λόγον και είπε στον λαόν· “εξ ημέραι
είναι εκείναι, κατά τας οποίας πρέπει να εργαζώμεθα· εις αυτάς δε τας
εργασίμους ημέρας να έρχεσθε και να θεραπεύεσθε και όχι κατά την ημέραν του
Σαββάτου”.
Λουκ.
13,15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ
ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν
τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ
τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν
ποτίζει;
Λουκ. 13,15 Απεκρίθη τότε εις αυτούς ο Κυριος και είπε· υποκριτά,
καθένας από σας κατά την ημέραν του Σαββάτου δεν λύει το βώδι του η τον όνον
από την φάτνην του και πηγαίνει να το ποτίση; Αυτό δεν το θεωρείτε παράβασιν
της αργίας του Σαββάτου, και πολύ ορθώς.
Λουκ.
13,16 ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ
οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα
καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ
τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
Λουκ. 13,16 Αυτή δε, που είναι θυγάτηρ και απόγονος το Αβραάμ, την
οποίαν ο σατανάς έδεσε δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν έπρεπε να λυθή από τον
βαρύν και καταθλιπτικόν αυτόν δεσμόν κατά την ημέραν του Σαββάτου;”
Λουκ.
13,17 καὶ ταῦτα
λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι
αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ
πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.
Λουκ. 13,17 Και ενώ ο Κυριος έλεγε αυτά, κατεντροπιάζοντο όλοι οι
εχθροί του· αντιθέτως δε όλος ο λαός έχαιρε δι' όλα τα θαυμαστά έργα που
εγίνοντο απ' αυτόν (διότι είχε ακόμη ο λαός άδολον την καρδίαν και ανεπηρέαστον
από τας συκοφαντίας των Φαρισαίων).