Ὁ
π. Ἀλύπιος, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενοφῶντος,
διακρινόταν πολὺ γιὰ τὸν ζῆλο του.
Ἰδιαίτερα ἀγαποῦσε νὰ βρίσκη ἕνα
ἥσυχο µέρος καὶ νὰ προσεύχεται συνεχῶς
µἐ τὴν εὐχή, δηλαδὴ τὸ “Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν µε”.
Κάθε φορὰ ποὺ ἔλεγε τὴν εὐχή, σκιρτοῦσε
ἡ ψυχή του ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρά. Κάποτε
ὅµως τὰ πράγµατα πῆραν ἄσχηµη τροπή.
Χωρὶς νὰ µπορῆ καὶ ὁ ἴδιος νὰ τὸ
ἐξηγήση, ἀδυνατοῦσε νὰ συνεχίση τὴν
εὐχή. Ἂν δοκίµαζε µιὰ φορὰ νὰ τὴν
πῆ, ἀµέσως ἄρχιζε νὰ κλονίζεται τὸ
σῶµα του.
Σειόταν
λοιπὸν ὁ τόπος, ὅταν ὁ π. Ἀλύπιος
ἔλεγε τὴν εὐχή! Καὶ ποῦ δὲν κατέφυγε,
τί Γέροντες, τί πνευµατικοὶ τὸν εἶδαν,
τί προσευχὲς καὶ ἐξορκισµοὺς τοῦ
ἐδιάβασαν … Τὸ ἀποτέλεσµα µηδέν. Ἡ
ὑπόθεσις ἔπαιρνε τραγικὲς διαστάσεις.