Ήτανε
στα παλιά τα χρόνια ένα παιδί μεγαλωμένο μες στην εκκλησιά. Των ιερέων
δεξί χέρι. Πρόφταινε σ΄ όλες τις δουλειές και στις ακολουθίες πάντα
πρώτο. Ήξερε πια απ΄ έξω κι ανακατωτά ψαλμούς και προσευχές κι ευλαβικά
διακονούσε στο ιερό σε κάθε λειτουργία.
Πόσο του άρεσε η ψαλτική! Καμια φορά χωνόταν στο αναλόγι ανάμεσα σε ψάλτες και ψαλτάκια κι όλο ήθελε κάτι να ψάλει στον Θεό.
Μα
τον διώχνανε οι άλλοι. Ήτανε, βλέπεις, πολύ παράφωνο το παιδί. Τόσο,
που δεν καταλάβαινε κανείς τις έψελνε. Δεν ήθελαν να τον ακούν. Του
λέγαν: «Όλα, μα όλα να τα κάνεις, Ρωμανέ – αυτό ήταν τ΄ όνομά του –
μονάχα στο ψαλτήρι μην ανέβεις».
Ένα
βραδάκι, εκεί, στην εκκλησιά της Παναγιάς, όπου βρισκόταν η θαυματουργή
εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου, έπεσε ο Ρωμανός στα γόνατα. Με δάκρυα
ικέτευε τη Δέσποινα των Ουρανών να του χαρίσει της καλλιφωνίας το δώρο.
Παραμονή
Χριστούγεννα. Κατάμεστη της Παναγιάς η εκκλησία. Κι εκεί, κοντά στο
αναλόγι, μένει άφωνος ο ταπεινός ο Ρωμανός. Πού να τολμήσει ν΄ ανοίξει
για ψαλμωδία το στόμα.