Ἀπόστολος: ( Β΄ Κορινθ. ι΄ 7-18)
7 Τὰ κατὰ πρόσωπον βλέπετε! εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι, τοῦτο λογιζέσθω πάλιν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ὅτι καθὼς αὐτὸς Χριστοῦ, οὕτω καὶ ἡμεῖς Χριστοῦ.
8 Ἐάν τε γὰρ καὶ περισσότερόν τι καυχήσωμαι περὶ τῆς ἐξουσίας ἡμῶν, ἧς ἔδωκεν ὁ Κύριος ἡμῖν εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν ὑμῶν, οὐκ αἰσχυνθήσομαι,
9 ἵνα μὴ δόξω ὡς ἂν ἐκφοβεῖν ὑμᾶς διὰ τῶν ἐπιστολῶν.
10 Ὅτι αἱ μὲν ἐπιστολαί, φησί, βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί, ἡ δὲ παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος ἐξουθενημένος.
11 Τοῦτο λογιζέσθω ὁ τοιοῦτος, ὅτι οἷοί ἐσμεν τῷ λόγῳ δι᾿ ἐπιστολῶν ἀπόντες, τοιοῦτοι καὶ παρόντες τῷ ἔργῳ.
12 Οὐ γὰρ τολμῶμεν ἐγκρῖναι ἢ συγκρῖναι ἑαυτούς τισι τῶν ἑαυτοὺς συνιστανόντων· ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς ἑαυτοὺς μετροῦντες καὶ συγκρίνοντες ἑαυτοὺς ἑαυτοῖς οὐ συνιοῦσιν.
13 Ἡμεῖς δὲ οὐχὶ εἰς τὰ ἄμετρα καυχησόμεθα, ἀλλὰ κατὰ τὸ μέτρον τοῦ κανόνος οὗ ἐμέρισεν ἡμῖν ὁ Θεὸς μέτρου, ἐφικέσθαι ἄχρι καὶ ὑμῶν.
14 Οὐ γὰρ ὡς μὴ ἐφικνούμενοι εἰς ὑμᾶς ὑπερεκτείνομεν ἑαυτούς· ἄχρι γὰρ καὶ ὑμῶν ἐφθάσαμεν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ,
15 οὐκ εἰς τὰ ἄμετρα καυχώμενοι ἐν ἀλλοτρίοις κόποις, ἐλπίδα δὲ ἔχοντες, αὐξανομένης τῆς πίστεως ὑμῶν, ἐν ὑμῖν μεγαλυνθῆναι κατὰ τὸν κανόνα ἡμῶν εἰς περισσείαν,
16 εἰς τὰ ὑπερέκεινα ὑμῶν εὐαγγελίσασθαι, οὐκ ἐν ἀλλοτρίῳ κανόνι εἰς τὰ ἕτοιμα καυχήσασθαι.
17 Ὁ δὲ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω·18 οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν συνιστῶν, ἐκεῖνός ἐστι δόκιμος, ἀλλ᾿ ὃν ὁ Κύριος συνίστησιν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
7
Σεῖς βλέπετε τὰ πράγματα ἐπιφανειακῶς. Ἐὰν ἔχῃ κανεὶς τὴν πεποίθησιν
ὅτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, τότε ἂς σκεφθῇ πάλιν μόνος τοῦτο: ὅτι ὅπως εἶναι
αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς εἴμεθα τοῦ Χριστοῦ.
8
Ἐὰν μάλιστα καυχηθῶ κάπως περισσότερον διὰ τὴν ἐξουσίαν μας, τὴν ὁποίαν
μᾶς ἔδωκεν ὁ Κύριος πρὸς οἰκοδομήν σας καὶ ὄχι πρὸς καταστροφήν σας,
δὲν θὰ ντροπιασθῶ·
9 δὲν θέλω νὰ φανῶ ὅτι σᾶς φοβερίζω μὰ τὰς ἐπιστολάς.
10
Διότι λέγουν, «Αἱ μὲν ἐπιστολαί του εἶναι σοβαραὶ καὶ δυναταί, ἀλλ’ ἡ
σωματική του ἐμφάνισις εἶναι ἰσχνή καὶ ὁ προφορικός του λόγος
μηδαμινός».
11
Ἐκεῖνος ποὺ λέγει αὐτό, ἂς σκεφθῇ, ὅτι ὅπως εἴμεθα μὲ τὸν λόγον διὰ τῶν
ἐπιστολῶν, ὅταν ἀπουσιάζωμεν, θὰ εἴμεθα οἱ ἴδιοι καὶ παρόντες μὲ τὰ
ἔργα.
12
Διότι δὲν τολμᾶμε νὰ ταξινομήσωμεν ἢ νὰ συγκρίνωμεν τοὺς ἑαυτούς μας μὲ
μερικούς, οἱ ὁποῖοι συνιστοῦν τοὺς ἑαυτούς των, ἀλλ’ ὅταν μετροῦν τοὺς
ἑαυτούς των μὲ τοὺς ἑαυτούς των καὶ κάνουν σύγκρισιν τοῦ ἑαυτοῦ των πρὸς
τὸν ἑαυτόν των, δὲν ἔχουν νόησιν.
13
Ἐμεῖς ὅμως δὲν θὰ καυχηθοῦμε πέραν ἀπὸ τὰ ὅριά μας, ἀλλ’ ἐντὸς τῆς
σφαίρας ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ὥρισε, δηλαδὴ θὰ φτάσωμεν ἕως καὶ σ’ ἐσᾶς.
14
Διότι δὲν ἐπεκτεινόμεθα πέραν ἀπὸ τὴν σφαῖράν μας, σὰν νὰ μὴν εἴχαμε
φθάσει σ’ ἐσᾶς, ἀλλ’ ἐφθάσαμε πραγματικὰ ἕως καὶ σ’ ἐσᾶς μὲ τὸ κήρυγμα
τοῦ Χριστοῦ,
15
καὶ δὲν καυχώμεθα πέραν ἀπὸ τὰ ὅριά μας εἰς ξένους κόπους, ἀλλ’ ἔχομεν
τὴν ἐλπίδα, καθὼς αὐξάνεται ἡ πίστις σας, νὰ αὐξηθῇ ἐντὸς τῆς σφαίρας
μας τὸ ἔργον μας μεταξύ σας ἀκόμη περισσότερον,
16 ὥστε νὰ κηρύξωμεν τὸ εὐαγγέλιον σὲ μέρη πέραν ἀπὸ σᾶς, καὶ ὄχι νὰ καυχώμεθα σὲ ἔργον ποὺ ἔγινε ἤδη εἰς σφαῖραν ἄλλου.
17 Ἐκεῖνος ποὺ καυχᾶται, ἂς καυχᾶται διὰ τὸν Κύριον.18 Διότι δὲν εἶναι γνήσιος ἐκεῖνος ποὺ συνιστᾶ τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος συνιστᾶ.
Εὐαγγέλιο: (Μαρκ. γ΄ 28-35)
28 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τὰ ἁμαρτήματα καὶ αἱ βλασφημίαι ὅσας ἐὰν βλασφημήσωσιν.
29 Ὅς δ᾿ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως·
30 ὅτι ἔλεγον, πνεῦμα ἀκάθαρτον ἔχει.
Οἱ πραγματικοὶ ἀδελφοί
31 ῎Ερχονται οὖν ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ ἔξω ἑστῶτες ἀπέστειλαν πρὸς αὐτὸν φωνοῦντες αὐτόν.
32 Καὶ ἐκάθητο περὶ αὐτὸν ὄχλος· εἶπον δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἔξω ζητοῦσί σε.
33 Καὶ ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἢ οἱ ἀδελφοί μου;
34 Καὶ περιβλεψάμενος κύκλῳ τοὺς περὶ αὐτὸν καθημένους λέγει· ἴδε ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου·35 ὃς γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μήτηρ ἐστί.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
28 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ὅλαι αἱ ἁμαρτίαι καὶ ὅ,τι δήποτε βλασφημίας ἐκστομίσουν οἱ ἄνθρωποι θὰ τοὺς συγχωρηθοῦν.
29 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θὰ βλασφημήσῃ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, δὲν ἔχει ποτὲ συγχώρησιν ἀλλ’ εἶναι ἔνοχος αἰωνίου κρίσεως».
30 Διότι ἔλεγαν, «Ἔχει πνεῦμα ἀκάθαρτον».
Οἱ πραγματικοὶ ἀδελφοί
31 Καὶ ἔρχονται ἡ μητέρα του καὶ οἱ ἀδελφοί του, οἱ ὁποίοι ἐστάθηκαν ἔξω καὶ ἔστειλαν νὰ τὸν καλέσουν.
32 Γύρω του ἐκαθότανε πολὺς κόσμος καὶ τοῦ εἶπαν, «Νὰ ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου εἶναι ἔξω καὶ σὲ ζητοῦν».
33 Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Ποιὰ εἶναι ἡ μητέρα μου ἢ οἱ ἀδελφοί μου;».
34 Καὶ ἀφοῦ ἔφερε τὸ βλέμμα του γύρω εἰς ἐκείνους ποὺ ἐκάθοντο ὁλόγυρά του, λέγει, «Νὰ ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου.35 Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κάνῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μητέρα».