Ἀπόστολος: ('Εβρ. ι΄ 32-38)
32 Ἀναμιμνήσκεσθε δὲ τὰς πρότερον ἡμέρας,
ἐν αἷς φωτισθέντες πολλὴν ἄθλησιν ὑπεμείνατε παθημάτων,
33 τοῦτο μὲν ὀνειδισμοῖς τε καὶ θλίψεσι
θεατριζόμενοι, τοῦτο δὲ κοινωνοὶ τῶν οὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες.
34 Καὶ γὰρ τοῖς δεσμοῖς μου συνεπαθήσατε
καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε, γινώσκοντες ἔχειν ἐν
ἑαυτοῖς κρείττονα ὕπαρξιν ἐν οὐρανοῖς καὶ μένουσαν.
35 Μὴ ἀποβάλητε οὖν τὴν παρρησίαν ὑμῶν, ἥτις
ἔχει μισθαποδοσίαν μεγάλην.
36 Ὑπομονῆς γὰρ ἔχετε χρείαν, ἵνα τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν.
37 Ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος
ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ.
38 Ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται· καὶ ἐὰν
ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ.39 Ἡμεῖς δὲ οὐκ ἐσμὲν ὑποστολῆς εἰς
ἀπώλειαν, ἀλλὰ πίστεως εἰς περιποίησιν ψυχῆς.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
32 Νὰ θυμᾶσθε τὶς περασμένες ἡμέρες, ὅταν,
ἀφοῦ ἐφωτισθήκατε, ὑπομείνατε εἰς μεγάλον ἀγῶνα παθημάτων,
33 ἄλλοτε διεπομπεύεσθε μὲ ὀνειδισμοὺς
καὶ θλίψεις, ἄλλοτε ἐγίνεσθε
συμπαραστάται ἐκείνων, ποὺ ἐπερνοῦσαν ἀπὸ μίαν τέτοιαν μεταχείρησιν.
34 Διότι καὶ ὅταν ἤμουν φυλακισμένος ἐδείξατε
συμπάθειαν, καὶ τὴν διαρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων σας μὲ χαρὰν ἐδεχθήκατε, ἐπειδὴ ἠξέρατε
ὅτι ἔχετε κάτι ἀνώτερον καὶ μόνιμον εἰς τοὺς οὐρανούς.
35 Μὴ χάσετε λοιπὸν τὸ θάρρος σας, τὸ ὁποῖον
θὰ ἀνταμειφθῇ πλούσια.
36 Ἔχετε ἀνάγκην ὑπομονῆς, διὰ νὰ κάνετε
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καρπωθῆτε τὰ ἀγαθὰ τῆς ὑποσχέσεώς του.
37 Διότι γρήγορα, πολὺ γρήγορα θὰ ἔλθῃ ὁ
ἐρχόμενος καὶ δὲν θὰ βραδύνῃ.
38 Ἐκεῖνος ποὺ δικαιώνεται διὰ τῆς
πίστεως θὰ ζήσῃ. Ἐὰν ὅμως ὑποχωρήσῃ, ἡ ψυχή μου δὲν εὐαρεστεῖται εἰς αὐτόν.
Εὐαγγέλιο: (Μαρκ. γ΄ 20-27)
20 Καὶ ἔρχονται εἰς οἶκον· καὶ συνέρχεται
πάλιν ὄχλος, ὥστε μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγεῖν.
21 Καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐξῆλθον
κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη.
22 καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων
καταβάντες ἔλεγον ὅτι Βεελζεβοὺλ ἔχει, καὶ ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει
τὰ δαιμόνια.
23 Καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἐν
παραβολαῖς ἔλεγεν αὐτοῖς· πῶς δύναται σατανᾶς σατανᾶν ἐκβάλλειν;
24 καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ᾿ ἑαυτὴν μερισθῇ,
οὐ δύναται σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη·
25 καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ᾿ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ
δύναται σταθῆναι ἡ οἰκία ἐκείνη.
26 καὶ εἰ ὁ σατανᾶς ἀνέστη ἐφ᾿ ἑαυτὸν καὶ
μεμέρισται, οὐ δύναται σταθῆναι, ἀλλὰ τέλος ἔχει.
27 οὐδεὶς δύναται τὰ σκεύη τοῦ ἰσχυροῦ εἰσελθὼν
εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον τὸν ἰσχυρὸν δήσῃ, καὶ τότε τὴν οἰκίαν
αὐτοῦ διαρπάσει.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
20 Καὶ ἔρχονται εἰς ἕνα σπίτι. Καὶ ἐμαζεύτηκε
πάλιν κόσμος, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν οὔτε νὰ φύγουν.
21 Ὅταν ἄκουσαν αὐτὸ οἱ δικοί του, ἐβγῆκαν
νὰ τὸν πιάσουν, διότι ἔλεγαν ὅτι εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ.
22 Καὶ οἱ γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν
κατεβῆ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἔλεγαν ὅτι ἔχει τὸν Βεελζεβοὺλ καὶ ὅτι διὰ τοῦ ἄρχοντος
τῶν δαιμονίων βγάζει τὰ δαιμόνια.
23 Καὶ ἀφοῦ τοὺς προσκάλεσε, τοὺς ἔλεγε
μὲ παραβολάς, «Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Σατανᾶς νὰ διώξῃ τὸν Σατανᾶν;
24 Ἐὰν ἕνα βασίλειον νὰ χωρισθῇ εἰς ἀντιμαχόμενα
μέρῃ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῇ τὸ βασίλειον ἐκεῖνο.
25 Καὶ ἐὰν μία οἰκογένεια χωρισθῇ, δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ σταθῇ ἡ οἰκογένεια ἐκείνη.
26 Καὶ ἐὰν ὁ Σατανᾶς ἐσηκώθηκε ἐναντίον
τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ἐχωρίσθηκε σὲ μερίδες, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῇ ἀλλὰ θὰ
λάβῃ τέλος.
27 Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μπῆ εἰς τὸ σπίτι
τοῦ ἰσχυροῦ καὶ νὰ ἁρπάσῃ τὰ σκεύη του, ἐὰν δὲν δέσῃ πρῶτα τὸν ἰσχυρὸν καὶ τότε
θὰ μπορέσῃ νὰ λεηλατήσῃ τὸ σπίτι του.