Β΄
Διδασκαλία
ΓΙΑ
ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Ἀββᾶ
Δωροθέου
ἔργα
ἀσκητικά
Μακάριος
εἶναι,
ἀδελφοί
μου,
ἐκεῖνος
πού
ἔχει
ταπείνωση.
Γιατί
ἡ
ταπείνωση
εἶναι
μεγάλη
ἀρετή.
Πετυχημένα
δέ
ὁ
Ἅγιος
ἐκεῖνος
χαρακτήρισε
αὐτόν
πού
ἔχει
ἀληθινή
ταπείνωση
λέγοντας:
«Ἡ
ταπείνωση
κάνει
τόν
ἄνθρωπο
νά
μήν
ὀργίζεται,
οὔτε
νά
ἐξοργίζει
κανέναν».
Καί
αὐτό
μοιάζει
σάν
παράξενο
πράγμα.
Γιατί
ἡ
ταπείνωση
ἀντιτίθεται
μόνο
στήν
κενοδοξία
καί
ἀπ᾿
αὐτή
μόνο
φαίνεται
ὅτι
προστατεύει
τόν
ἄνθρωπο.
Ὀργίζεται
ὅμως
κανείς
καί
γιά
χρήματα
καί
γιά
φαγητά.
Πῶς
λοιπόν
λέει
ὅτι
ἡ
ταπείνωση
κάνει
τόν
ἄνθρωπο
νά
μήν
ὀργίζεται,
οὔτε
νά
ἐξοργίζει
κανέναν;
Ἡ
ταπείνωση
εἶναι
μεγάλη
ἀρετή,
ὅπως
εἴπαμε,
καί
ἔχει
τή
δύναμη
νά
ἑλκύει
τή
Χάρη
τοῦ
Θεοῦ,
στήν
ψυχή.
Λοιπόν,
ὅταν
ἔρθει
ἡ
ἴδια
ἡ
Χάρη
τοῦ
Θεοῦ,
σκεπάζει
τήν
ψυχή
ἀπό
τ᾿
ἄλλα
δυό
αὐτά
βαριά
πάθη.
Γιατί,
τί
εἶναι
πιό
βαρύ
ἀπό
τό
νά
ὀργίζεται
κανείς
καί
νά
ἐξοργίζει
τόν
πλησίον;
............
Γιατί
ὅμως λέω ὅτι ἡ ταπείνωση σκεπάζει ἀπό
τά δυό αὐτά μεγάλα πάθη;
Ἡ
ταπείνωση σκεπάζει τήν ψυχή ἀπό κάθε
πάθος, ἀπό κάθε πειρασμό. Ὅταν εἶδε ὁ
Ἅγιος Ἀντώνιος ὅλες τίς παγίδες τοῦ
διαβόλου ἁπλωμένες καί στενάζοντας
ρώτησε τό Θεό:
«Ποιός
ἄραγε μπορεῖ νά γλυτώσει ἀπ᾿ αὐτές»;
Τί
τοῦ
ἀπάντησε
ὁ Θεός; Τοῦ ἀπάντησε:
«Ἡ
ταπείνωση τίς ξεπερνάει». Καί
τί ἄλλο ἀξιοθαύμαστο πρόσθεσε; Πρόσθεσε:
«Καί
οὔτε κἄν τήν ἐγγίζουν». Βλέπεις
δύναμη, ἀδελφέ μου, βλέπεις χάρη ἀρετῆς;
Πραγματικά, τίποτα δέν εἶναι ἰσχυρότερο
ἀπό τήν ταπεινοφροσύνη, τίποτα δέν τήν
νικάει. Καί ἄν συμβεῖ στόν ταπεινό
ἄνθρωπο κάτι λυπηρό, ἀμέσως τά βάζει
μέ τόν ἑαυτόν του, ἀμέσως κατακρίνει
τόν ἑαυτόν του, δηλαδή ὅτι τοῦ ἀξίζουν
ὅσα συμβαίνουν. Δέν ἀνέχεται νά
κατακρίνει κανέναν, δέν ἀνέχεται νά
φορτώσει σέ ἄλλον τήν αἰτία· κι ἔτσι
τό ξεπερνάει χωρίς νά ταραχθεῖ, χωρίς
νά θλιβεῖ καί ἀναπαύεται τέλεια. Γι᾿
αὐτό οὔτε ὀργίζεται, οὔτε ἐξοργίζει
κανέναν. Καλά λοιπόν εἶπε ὁ ἅγιος:
«Πάνω
ἀπ᾿ ὅλα ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τήν
ταπεινοφροσύνη»1.
Ὑπάρχουν
δέ δυό μορφές ταπεινώσεως, ὅπως ἀκριβῶς
καί δυό μορφές ὑπερηφάνειας. Ἡ πρώτη
ὑπερηφάνεια εἶναι ὅταν ἐξουδενώνει
κανείς τόν ἀδελφό του, ὅταν τόν
ἐξευτελίζει σάν νά μήν εἶναι τίποτα
καί θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του ἀνώτερό
του2.
Ἄν αὐτός πού θά πέσει σ᾿ αὐτή τήν
ὑπερηφάνεια, δέν φροντίσει γρήγορα, μέ
τήν κατάλληλη προσοχή καί ἐπιμέλεια,
νά διορθωθεῖ, σιγά-σιγά φτάνει στή
δεύτερη ὑπερηφάνεια, ὥστε καταντάει
νά ὑπερηφανεύεται καί ἀπέναντι στόν
ἴδιο τό Θεό καί νά πιστεύει πώς ὁ,τιδήποτε
κατορθώνει ὀφείλεται στίς δυνάμεις
του καί ὄχι στό Θεό.
Πραγματικά,
ἀδελφοί μου, κάποτε εἶδα ἔναν πού εἶχε
καταντήσει στήν ἐλεεινή αὐτήν κατάσταση.
Στήν ἀρχή, ἄν τοῦ ἔλεγε κανένας ἀδελφός
κάτι, τόν ἔφτυνε καί ἔλεγε: «Ποιός
εἶναι αὐτός; Δέν ἀξίζει κανένας παρά
μόνον ὁ Ζωσιμᾶς καί οἱ μαθητές του».
Μετά
ἄρχισε νά ἐξευτελίζει καί αὐτούς καί
νά λέει: «Δέν
ἀξίζει κανένας παρά μόνον ὁ Μακάριος».
Καί
μετά ἀπό λίγο ἄρχισε πάλι νά
λέει:
«Τί
εἶναι ὁ Μακάριος; Τιποτένιος, μόνο ὁ
Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος ἀξίζουν».
Μετά
ἀπό λίγο ἄρχισε καί αὐτούς νά τούς
ἐξευτελίζει λέγοντας: «Τί
εἶναι ὁ Βασίλειος καί τί εἶναι ὁ
Γρηγόριος; Τιποτένιοι, μόνο ὁ Πέτρος
καί ὁ Παῦλος ἀξίζουν». Τοῦ
λέω: «Πραγματικά,
ἀδελφέ μου, καί αὐτούς θά τούς ἀπορρίψεις».
Πιστέψτε
με, μετά ἀπό λίγο καιρό ἄρχισε νά λέει:
«Τί
εἶναι ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος; Τιποτένιοι,
μόνο ἡ Ἁγία Τριάδα ἀξίζει».
Μετά
ὑπερηφανεύτηκε καί ἐναντίον τοῦ ἴδιου
τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι ἔχασε τά λογικά του.
Γι᾿ αὐτό πρέπει ν᾿ ἀγωνιζόμαστε,
ἀδελφοί μου, ἐναντίον τῆς πρώτης
ὑπερηφάνειας, γιά νά μήν καταλήξουμε
μετά ἀπό λίγο στήν τέλεια ὑπερηφάνεια.
Τῷ
Θεῷ
πρέπει
κάθε
δόξα
τιμή
καί
προσκύνηση,
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
Ἡ αὐτομεμψία καί ἡ εὐχαριστιακή ἀποδοχή τῶν λυπηρῶν, εἶναι ἡ βασική ὁδός γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Εἶναι προσγειωμένη καί ρεαλιστική ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς. Ἡ αὐτομεμψία δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν ἱκανοποίηση μαζοχιστικῶν τάσεων ἤ νοσηρᾶς ἐνασχολήσεως μέ προσωπικά θέματα καί προβλήματα, οὔτε εἶναι ὑπεκφυγή, γιά τήν ταχύτερη τακτοποίηση τῶν δύσκολων ἀνθρωπίνων σχέσεων, ἀλλά εἶναι θετική ἐμβάθυνση στήν προσωπική ἐνοχή.
Ἡ θετικά ἐνεργουμένη αὐτομεμψία ἔχει σάν βάση πάντοτε τήν «ἐν Χριστῷ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια» καί ὁδηγεῖ ἀπό τήν αὐτογνωσία στήν ταπείνωση καί στήν εὐχαριστιακή ἀποδοχή τῶν κακῶν, σάν μέσων γιά τήν κάθαρση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Κατά συνέπεια φεύγει ἡ αἰτία τοῦ θυμοῦ, τῆς ὀργῆς καί τῆς κατακρίσεως καί ἀνοίγονται τά κανάλια γιά τήν «ἐν Χριστῷ» διαπροσωπική «κοινωνία», ἑτοιμάζεται ὁ δρόμος τῆς ἀγάπης.
2«Εἶπε πάλιν, ὅτι ἐκ τοῦ πλησίον ἐστίν ἡ ζωή καί ὁ θάνατος. Ἐάν γάρ κερδήσωμεν τόν ἀδελφόν, τόν Θεόν κερδαίνομεν· ἐάν δέ σκανδαλίσωμεν τόν ἀδελφόν, εἰς Χριστόν ἁμαρτάνομεν». (Ἀββάς Ἀντώνιος P.G. 65, 77ΑΒ).
Ἡ θέση αὐτή τῶν ἀσκητῶν Πατέρων ἀποστομώνει κάθε κριτή τους πού τούς κατηγορεῖ σάν ἀντικοινωνικά ὄντα.
Ἡ χριστιανική μοναχική ἄσκηση, χωρίς νά δημιουργεῖ ἤ νά ἐμπνεύει κοινωνικούς ἀγῶνες ἀλλαγῆς καί χωρίς νά στρέφει τήν προσοχή της στά μαζικά θαύματα τοῦ ἀποτυχημένου ἀστοχριστιανισμοῦ, ἔμπρακτα καί ἀναντίρρητα ἀναπτύσσει στόν ὕψιστο βαθμό τήν κοινωνικότητα τοῦ ἀτόμου καί δημιουργεῖ τό ἀφανές κράτος τοῦ Θεοῦ στή γῆ.
Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά» (Β΄ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ σελ. 115-119)
Ἐκδόσεις
«ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»,
Ἱερά
Μ. Τμίου
Προδρόμου
Καρέα