ΟΜΙΛΙΑ
Η΄
Πατέρες
μου,
Ὁ
σκύλος, ὅταν ἀντιληφθῆ ὅτι κάποιος
ἔρχεται νά κάνη κακό στά πρόβατα,
φωνάζει, γαυγίζει ἔντονα, ἀπειλητικά
νοιώθοντας ὅτι ἔχει κάποια εὐθύνη
πάνω στά πρόβατα καί ἀπέναντι στό
ἀφεντικό, πού τόν ἔχει καί τόν ταΐζει.
Εἶναι φυσικό του νά τό κάνη αὐτό. Καί
ὅσο γαυγίζει καί φωνάζει, ὁ κλέφτης, ὁ
λύκος ἤ τό ἀγρίμι δέν πλησιάζουν τό
κοπάδι. Ἐάν στό σκυλί αὐτό ἔρθη ὁ
λογισμός ὅτι δέν ὑπάρχει φόβος, δέν
ὑπάρχει λύκος, δέν κρύβεται κάποιος
κλέφτης καί ἀρχίζει νά σπάζη ἡ προσοχή
του, ἡ ἐπαγρύπνησι γιά τό κοπάδι, ὅταν
τό πλησιάζη ὁ νυσταγμός, κάθεται καί
τό παίρνει ὁ ὕπνος. Ἔτσι ἡσυχάζει ὁ
τόπος καί τό κοπάδι ἀπό τά γαυγίσματα,
ἀλλά τό πρᾶγμα γίνεται ἀντιληπτό ἀπό
τούς κλέφτες, ἀπό τούς λύκους, οἱ ὀποῖοι
παραμονεύουν νά σταματήση ὁ σκύλος νά
ἀγρυπνῆ καί νά φωνάζη. Σιγά – σιγά
προχωροῦν, πλησιάζουν, προσβάλλουν τό
κοπάδι καί ἀρχίζουν ἕνα ἕνα νά ρημάζουν
τά πρόβατα.
Ὁ
ζῆλος ὁ πνευματικός εἶναι σάν τό σκυλί.
Γεννᾶται ἡ ἐπίθυμία στόν πνευματικό
ἄνθρωπο νά ἀγωνισθῆ, νά ἀποκτήση
κάποια ἀρετή καί στή συνέχεια νά φυλάξη
τήν ἀρετή. Ἡ ἐπιθυμία, πού διεγείρεται
μέσα στήν ψυχή του, γεννᾶ τόν ζῆλο. Ὁ
ζῆλος, ὅταν γεννηθῆ, φωνάζει σάν τό
σκυλί. Πλέκει λογισμούς πῶς νά ἀγωνισθῆ,
σκέπτεται πῶς νά φυλαχθῆ, πῶς νά
ἀποκτήση τήν ἀρετή. Διεγείρεται ἡ
ἀδιάλειπτη προσοχή καί ἡ νῆψις, γιά
νά κατορθωθῆ ἡ ἀρετή πού ἐπεθύμησε ἡ
ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐπί
παραδείγματι, ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπο ἀπό
τήν μελέτη καί τή φώτισι τοῦ θεοῦ νά
κερδίση τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν
προσευχή πού δέν ἔχει σταματημό. Ἡ
ἐπιθυμία, ὁ ζῆλος καί ἡ θέρμη δημιουργοῦν
ὁρμητικότητα εἰς τό νά ἀποκτήση κανείς
αὐτήν τήν μεγάλη ἀρετή· ὁ ζῆλος γεννᾶ
τούς λογισμούς τῆς ἐγρηγόρσεως καί
σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι χρειάζεται
νά ἀγωνισθῆ νόμιμα κατά τούς Πατέρας.
Πρέπει συνεχῶς νά ἐλέγχη τήν κατάστασι
καί νά ἀρχίση νά ἀγωνίζεται κατ᾿ ἀρχάς
μέ τήν προφορική ἐπίκλησι. Ξεκινάει τό
στόμα καί ὁ ζῆλος παρακολουθεῖ νά μή
σταματήση ἡ προφορική ἐπίκλησι, νά μήν
ἀργολογήση, νά μήν σκεφθῆ μάταια
πράγματα, νά μήν σκορπίζη, τό μυαλό του
ἐδῶ κι ἐκεῖ, νά τήν ἐργάζεται συνεχῶς
μέ ἀγωνιστικό πνεῦμα.
Μόλις
παρουσιασθῆ κάτι πού νά ἐμποδίζεται
ἡ εὐχή, ὁ ζῆλος πάλι βάζει τούς
φωτισμένους θερμούς λογισμούς, ὅτι
πρέπει νά ξεπερασθῆ αὐτό τό ἐμπόδιο.
Ἄν μία ἀργολογία ἤ μιά σκέψι μάταια
ἦρθε στόν λογισμό καί σταμάτησε τό
στόμα νά λέη τήν εὐχη, ἀμέσως ὁ ζῆλος
ξεκινάει πάλι, συμβουλεύοντας ὅτι
πρέπει νά ἀγωνισθῆ καί αὐτό νά μή
ξαναγίνη. Μόλις δῆ τήν περίπτωσι, νά
τήν ὑπερπηδήση κι ἔτσι νά διατηρεῖται
αὐτή ἡ ἀρετή τῆς προσευχῆς.
Ὁ
ζῆλος φωτίζει, ἀποδιώκει κάθε κακό
λογισμό καί δέχεται τούς φωτεινούς
λογισμούς πού τοῦ λένε, ὅτι ἐάν ἀγωνισθῆ
κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο προφορικά, ὅπως
συμβουλεύουν οἱ μεγάλοι Πατέρες, μετά
ἀπό τήν προφορική θά προχωρήση στό
ὑψηλότερο ἐπίπεδο τῆς προσευχῆς, τήν
καρδιακή, τήν νοερά προσευχή. Ἡ ὄρεξις
τῆς ψυχῆς νά φθάση στήν νοερά ἐπίκλησι
δίνει τόνωσι, ὁρμητικότητα στήν προφορική
ἐπίκλησι νά μή σταματήση. Ὁ ζῆλος
παρακολουθεῖ τόν ἀγῶνα συστηματικά
καί κανονικά, τόν περιφράζει, τόν
περιβάλλει καί τόν σκεπάζει κατά κάποιον
τρόπον ἀπό τήν κακία τοῦ δαίμονος. Ἔτσι
σιγά – σιγά ἡ ἁγία αὐτή ἐπιθυμία μέ
τήν φρούρησι τοῦ πνευματικοῦ ζῆλου
προχωρεῖ στήν ἀπόκτησι τῆς τελείας
προσευχῆς.
Ὅταν
ὅμως αὐτός ὁ ζῆλος νυστάξη, οἱ θερμοί
λογισμοί κρυώνουν, ἀρχίζει ἡ αὐτοπεποίθησις
μέσα μας, ὅτι καλά πᾶμε, ἔρχονται
μάταιοι λογισμοί καί προσβάλλουν,
σπάζουν τόν τόνο τοῦ ἀγῶνος. Ὑποχωρώντας
ὁ ζῆλος, ἀρχίζει ὁ νυσταγμός τῆς
ψυχῆς, παύει τό στόμα νά λέη συνέχεια
τήν προσευχή, ἀρχίζει νά κάνη διαλείψεις,
«σκαμπανεβάσματα» καί νά τήν
ἐργάζεται πλημμελῶς. Τότε ὁ ἐχθρός
τήν κλέπτει τελείως τήν προσευχή,
κλείνουμε τό στόμα, οἱ λογισμοί οἱ
ἄσχημοι μέσα μας δουλεύουν ἄνετα,
ἔρχεται ἡ ἀργολογία, ἡ κατάκρισι, ἡ
παρρησία κι ἔτσι ἐρημώνεται τό πνευματικό
ποίμνιο τῆς ψυχῆς.
Ἔτσι
γίνεται καί γιά κάθε ἄλλη ἀρετή ἀπό
τήν πλευρά τοῦ πνευματικοῦ ζήλου. Ὅσο
ἡ ἐπιθυμία θά φρουρῆται καί θά
θερμαίνεται ἀπό τόν ζῆλο, τόσο ἡ ἀρετή
θά γίνη ἔργο καί κτῆμα τῆς ψυχῆς.
Πρέπει συνεχῶς νά πυροδοτοῦμε τόν
πνευματικό ζῆλο, γιά νά φρουρῆται ἡ
ψυχή μας ἀπό τούς νοητούς λύκους, πού
καιροφυλακτοῦν ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά
ἐρημώσουν τήν ψυχή μας.
Τό
σῶμα τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν Ἀπόστολο
Παῦλο εἶναι ὁ ναός τοῦ Θεοῦ· «Οὐκ
οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα
τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α΄ Κορ.
γ΄: 16). Ἀπό τήν στιγμή πού ἀναγεννηθήκαμε
πνευματικῶς μέ τήν ἱεροπραξία τοῦ
Βαπτίσματος, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό
Πνεῦμα τό Ἅγιον ἦρθε μέσα στήν καρδιά
μας καί μέ τόν πνευματικό μας ἀγῶνα
κατοικεῖ μέσα μας. Ἡ Χάρις αὐτή τοῦ
ἁγίου Πνεύματος διά τοῦ Ἱεροῦ
Βαπτίσματος κάνει τό σῶμα καί τήν ψυχή
τοῦ ἀνθρώπου ναόν τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή
ὅμως ἡ Χάρις, ὅταν δέν προσέξη ὁ
ἄνθρωπος καί ἁμαρτάνη, καταπλακώνεται,
καταχώνεται βαθειά στήν καρδιά, θάπτεται
καί ἡ λαμπρότητά της δέν λάμπει στόν
νοῦ του, ὥστε ἡ λάμψις καί ὁ φωτισμός
της νά δώση τήν δυνατότητα νά γνωρίση
τόν Θεό μέσα του. Διότι, ὅταν ὁ ναός τοῦ
Θεοῦ δέν εἶναι καθαρός, ὁ Θεός δέν τόν
ἐπισκέπτεται, δέν μένει μέσα ἐκεῖ,
ἀλλά φεύγει καί τόν ἀφήνει ἔρημο· καί
τότε γίνεται ἕνας τόπος βρώμικος καί
ἄχρηστος. Ἔρχονται ὅλα τά δαιμόνια
καί κατοικοῦν μέσα του· μένει ἀνοχύρωτος,
ἀπροστάτευτος, ἀφύλακτος καί ἐρημώνεται
ἀπό τόν διάβολο.
Αὐτό
προσπαθεῖ συνεχῶς νά ἐπιτύχη ὁ διάβολος
τῆς κακῆς ἐπιθυμίας. Ἔρχεται καί
στέκει ἀπέναντί μας καί κρατώντας στό
χέρι ἀναμμένη τήν δάδα ζητεῖ εὐκαιρία,
ζητεῖ τήν κατάλληλη στιγμή, κατά τούς
Πατέρας, τῆς ἀμελείας καί τῆς ραθυμίας,
νά τήν πετάξη ἐπάνω μας, νά μᾶς δώση
«μπουρλότο», νά μᾶς πυρπολήση, νά
ἀνάψη τήν κακή ἐπιθυμία μέσα μας, νά
μᾶς ἀποξενώση τελείως ἀπό τόν Θεό, νά
ἐμπρήση τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, καί νά
ἀποτεφρώση τελείως κάθε ὑπόστασι Θείου
ναοῦ καί καθαρότητος τῆς ψυχῆς.
Ὅταν
ὅμως ὁ πνευματικός ζῆλος περιβάλλη,
περιπολῆ καί περιτριγυρίζη αὐτόν τόν
ναόν καί ὑλακτῆ σάν τό σκυλί, τότε ὁ
ἐχθρός, ὁ ἀπέναντί μας δέν βρίσκει τήν
εὐκαιρία νά μᾶς κάψη, νά μᾶς ἀχρηστεύση,
νά μᾶς ἐνοχοποιήση μπροστά στά μάτια
τοῦ Θεοῦ! Καί ἔτσι διατηρούμεθα καθαροί
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ καθαρότης
ἡ ψυχοσωματική τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καθαρότης
τοῦ νοῦ εἶναι ἡ εὐωδία καί ἡ εὐπρέπεια
τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ. «Ἁγίασον, Κύριε,
τούς ἀγαπῶντας τήν εὐπρέπειαν τοῦ
Οἴκου σου». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι
καθαρός, ἁγιάζεται στήν ψυχή καί στό
σῶμα καί ἔρχεται ὅλος ὁ Θεός μέσα του.
Τότε ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
ἀνακύπτει, ἔρχεται στήν ἐπιφάνεια καί
ἀποβάλλει ὅλη τήν «σαβούρα» τῆς
ἁμαρτίας, πού εἶχε πρίν ἐπάνω του ὁ
ἄνθρωπος. Τότε οἱ λαμπηδόνες τῆς
Χάριτος καί οἱ ἀκτῖνες τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καταυγάζουν τόν νοῦ του καί
τόν κάνουν θεοειδῆ.
Κι
ὅταν ὁ νοῦς καί ἡ ψυχή προσεύχεται,
πετάη στόν Θεό, πλησιάζη τόν Θεό μέ τήν
θεωρία καί μέ τήν θεία μελέτη, ὁ ναός
θυμιάζεται μέ τό ἄρωμα τῆς Χάριτος τοῦ
Θεοῦ. Τό ἄρωμα εἶναι οἱ πράξεις καί ὁ
καρπός τῆς προσευχῆς ἡ εὐωδία τοῦ
θυμιάματος. Κι ὅταν ἕνας ναός εἶναι
εὐτρεπισμένος καί καλλωπισμένος,
θυμιάζεται καί εὐωδιάζεται, ὁ Θεός
εὐχαρίστως ἔρχεται καί τόν κάνει
κατοικητήριο Του, καί θυσιάζεται ἐπάνω
στό θυσιαστίριο τῆς καρδιᾶς. Καί ἡ
καρδιά ἀναπέμπει δοξολογίες καί
εὐχαριστίες στόν Θεό, πού κάνει αὐτό
τό Μυστήριο καί δέχεται αὐτήν τήν
ἐξιλαστήριο θυσία.
Ἐμεῖς
σάν μοναχοί, πού κατά κάποιον τρόπον
γνωρίζουμε καθαρότερον τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ, διδασκόμεθα συνέχεια ἀπό τούς
θεοφόρους Πατέρες, πῶς πρέπει νά
ἀγωνισθοῦμε. Ἡ ζωή τους, τό παράδειγμά
τους, οἱ νουθεσίες τους, δέν εἶναι γιά
τίποτε ἄλλο, παρά γιά νά μᾶς ἀνάψουν
τόν ζῆλο, νά τούς μιμηθοῦμε στήν ἀρετή
τους καί στήν χάρι, πού ἀπέκτησαν ἀπό
τόν ἀγῶνα τους.
Καί
αὐτοί ἦταν ἄνθρωποι, εἶχαν πάθη καί
ἀδυναμίες, ἀλλά πρόσεξαν πολύ τόν
πνευματικό τους ζῆλο. Δέν τόν ἄφησαν
νά νυστάξη, νά νεκρωθῆ· τόν διατήρησαν
ἄγρυπνο καί νηφάλιο κι ἔτσι σιγά –
σιγά ὁ ναός τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός
των ἔγινε ἅγιος, ὁ Θεός κατοίκησε μέσα
τους κι ἔγιναν αὐτοί οἱ ἅγιοι τῆς
Ἐκκλησίας μας.
Τώρα
ἀκολουθοῦμε ἐμεῖς. Ἦρθαμε ἐμεῖς
στήν θέσι τους, στόν στίβο τῆς πάλης,
ἤρθαμε στήν ζωή πού ἔζησαν αὐτοί.
Πρέπει νά τούς μιμηθοῦμε, καί πρῶτος
ἐγώ, στόν τρόπο πού ἐζήλωσαν αὐτοί τόν
νόμο τοῦ Θεοῦ. Νά ἔχουμε μεγάλη προσοχή,
νά νήφουμε καί νά θερμαίνουμε συνεχῶς
τόν ζῆλο καί τόν πόθο, πῶς θά ἁγνίζουμε
καθημερινῶς ψυχοσωματικά τόν ἑαυτό
μας. Νά προσέξουμε, γιατί ξέρουμε ὅτι
ὁ διάβολος στέκεται συνεχῶς, ἀδιαλείπτως
ἀπέναντί μας μέ ὅλη του τήν κακία, μέ
ὅλο του τόν ζῆλο πυρπολούμενος ἀπό
τήν ἔμφυτη μανία του εἰς τό πῶς νά μᾶς
κάνη κακό. Ὅπως λοιπόν αὐτός ἔχει τόν
ζῆλο νά μᾶς κάνη κακό, ἔτσι κι ἐμεῖς
ἔστω καί σέ ἐλάχιστο βαθμό νά τοῦ
ὁμοιάσουμε σ᾿ αὐτό τό θέμα, τήν στιγμή
πού αὐτό εἶναι τό δικό μας συμφέρον·
διότι ἐμεῖς θά σωθοῦμε ἀπό τήν κόλασι,
ἐμεῖς θά γλυτώσουμε ἀπό τό νά
συγκολασθοῦμε μαζί του. Τό συμφέρον
μας εἶναι νά φθάσουμε στόν Οὐρανό. Κι
ἐφ᾿ ὅσον ὁ πειρασμός εἶναι κοντά μας
καί περιστρέφεται γύρω μας ζητώντας
αἰτία καί εἴσοδο, γιά νά μᾶς κάνη κακό,
πρέπει κατά τόν ἴδιο τρόπο κι ὁ δικός
μας ζῆλος νά περιστρέφεται γύρω ἀπό
τήν διαφύλαξι τῆς ψυχῆς μας.
Σάν
ἄνθρωποι πού εἴμεθα, ἔχουμε τόσες
ἀδυναμίες καί τόσες φυσικές ἀνάγκες,
πού πολλές φορές μᾶς ἀποσποῦν ἀπό τήν
προσοχή καί γίνονται αἰτία νά πάθουμε
κάποια ζημιά. Πρέπει λοιπόν τόν δικό
μας ζῆλο, ἔστω καί ἄν εἶναι ἐλάχιστος
ἐν συγκρίσει μέ τόν διαβολικό, νά τόν
διατηροῦμε συνέχεια.
Ἡ
μνήμη τοῦ θανάτου δίνει μεγάλη θέρμη
στόν ζῆλο. Καί ὅταν κανείς σκέπτεται
ὅτι ἴσως πεθάνη μετά ἀπό μία στιγμή,
μετά ἀπό λίγη ὥρα, μετά ἀπό μία μέρα,
ἕνα μῆνα, ἕνα χρόνο, ἡ σκέψι αὐτή εἶναι
μία θέρμανσι τοῦ ζήλου, ὥστε νά προσέχη
τόν ἑαυτό του, νά μήν ἁμαρτήση, νά μή
σκεφθῆ κακό, νά μή μιλήση ἄσχημα καί
νά μήν πράξη κακό.
Γνωρίζουμε
ὅτι ὅλα τά ἁμαρτήματά μας τά πάντα
εἶναι γνωστά στόν Θεό, ἀλλά καί στόν
διάβολο. Ὁ πειρασμός καταγράφει μέ κάθε
λεπτομέρεια ὅλα μας τά ἔργα, ὅλους μας
τούς λογισμούς καί τά λόγια στά κατάστιχά
του. Ἔτσι, τήν ὥρα πού θά πρόκειται νά
φύγουμε ἤ καί ὅταν θά ἀνεβαίνουμε πρός
τόν Θεό, τά εἰδικά τελώνια θά μᾶς
παρουσιάσουν ὅλο αὐτό τό πλῆθος τῶν
ἁμαρτιῶν, πού ἐμεῖς τίς ἔχουμε
λησμονήσει. Καί ὅταν τίς δοῦμε ὅλες
γραμμένες καί μᾶς δοθῆ ἡ δυνατότητα
καί τίς ἐνθυμηθοῦμε, τότε θά ἀπορήσουμε
γιά τό πλῆθος καί τό μέγεθος πού θά
ἔχουν ἐκεῖ γραμμένα οἱ δαίμονες.
Τότε
θά ἔρθη τό μυαλό στήν θέσι του. Τότε θά
σκεφθοῦμε ὥριμα καί σωστά. Τό ὄφελος
ποιό θά εἶναι; Θά μεταμεληθοῦμε βέβαια,
ἀλλά ἡ μεταμέλεια πλέον δέν φέρνει τήν
ὠφέλεια, δέν φέρνει τήν μετάνοια. Δέν
ἔχει πλέον ἀξία ἡ μετάνοια ἐκείνη τήν
ὥρα, διότι τό πανηγύρι ἔχει λήξει,
καιρός μετανοίας δέν ὑπάρχει καί ἡ
δυσκολία εἶναι ἄμεση.
Ὅλα
αὐτά, ὅταν τά ὑπενθυμίζη ὁ ζῆλος, ἡ
ψυχή φυλάγεται ἀπό τό κακό. Γι᾿ αὐτό
πρέπει ὁ ζῆλος νά μᾶς συνέχη καί νά
μᾶς δίνη τήν δυνατότητα τῆς ἀδιαλείπτου
προσοχῆς. Νά προσέχουμε συνέχεια, καί
πρῶτος ἐγώ, διότι ἐγώ ἔχω περισσότερη
καί μεγαλύτερη εὐθύνη, ἴσως ἐπειδή
ἔχω καί περισσότερες γνώσεις. Ἔτσι καί
ὁ λόγος τῆς ἀπολογίας μου θά εἶναι
σκληρότερος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἄς
προσπαθήσουμε τώρα, Πατέρες μου, νά
ἔχουμε τόν ζῆλο μας θερμό, ἀδιάλειπτο,
ἀνύστακτο, ὥστε νά προσέχουμε τήν ζωή
μας καί ὁ ναός τοῦ Θεοῦ νά διαφυλαχθῆ,
νά διατηρηθῆ, γιά νά κατοικῆ ὁ Θεός
μέσα του. Ὅταν ὁ Θεός εἶναι μέσα μας,
τά πάντα κατευθύνονται σωστά. Ἡ πορεία
μας εἶναι πρός τό φῶς, πρός τήν Οὐράνιο
Πύλη καί ἡ ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει
δροσιά καί ἀνακούφισι.
Ἄς
ἀγωνισθοῦμε, λοιπόν, κατ᾿ αὐτόν τόν
τρόπο, καί ἄς ἐλπίσουμε ὅτι ὁ Θεός θά
μᾶς βοηθήση, θά συντρέξη μέ τήν καλή
αὐτή ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς μας καί θά
μᾶς ἀξιώση νά φθάσουμε στήν μεγάλη
πατρίδα, πού ὑπάρχει στόν Οὐρανό, ἐκεῖ
στήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, στήν Ἐκκλησία
τῶν πρωτοτόκων, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει τό
Ἄκτιστον Φῶς· ἐκεῖ πού ὅλη ἡ Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ εἶναι Οὐράνιος Ναός τοῦ Θεοῦ
καί ὁ Θεός εἶναι τό φέγγος, ὁ Θεός εἶναι
ὁ ἥλιος πού φωτίζει αὐτόν τό Ναό.
Ἐκκλησίασμα εἶναι οἱ σωσμένες ψυχές,
πού πέρασαν μέσα ἀπό τό καμίνι τῶν
θλίψεων καί τοῦ ἐδῶ ἀγῶνος καί
ἀναπαύονται ἐκεῖ πλέον ἀπηλλαγμένες
ἀπό τίς θλίψεις, τούς πειρασμούς, τούς
ἀναστεναγμούς, τόν ἀγῶνα, τά δάκρυα
καί τόν φόβο εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Ἀνάμεσα
σ᾿ αὐτό τό ἐκκλησίασμα νά ἀξιωθοῦμε
νά βρεθοῦμε κι ἐμεῖς αἰωνίως.
Ἀμήν!
Τέλος
καί
τῷ
Θεῷ
δόξα!
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“
Ἡ
τέχνη
τῆς
σωτηρίας”
Γέροντος
Ἐφραίμ
Φιλοθεΐτου
Ἔκδοσεις
Ἱερᾶς
Μονῆς
Φιλοθέου
Ἅγιον
Ὄρος
Τόμος
α΄
Κεντρική
διάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ»