Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟ ΘΕΟ
(ἀπομαγνητοφωνημένο ἀπόσπασμα ἀπό ὁμιλία τοῦ Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτη)Δεῖτε ἐδῶ:Ὁ ἀκόρεστος Θεῖος ἔρως
Ὁ Θεός ἔρχεται ἀθόρυβα.
Εἶναι ἀκατάληπτος καί ὁ τρόπος, τό πῶς ἔρχεται ἡ Χάρις…
Μυστικά,
χωρίς θορύβο, ἀψοφητί- ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες- χωρίς ψόφο, χωρίς
κανένα ἐντυπωσιασμό. Ἔτσι εἶναι ὁ Θεός… ἀθόρυβος, γλυκός σάν μιά λεπτή
αὔρα. Δέν ξέρουμε πῶς καί πότε θά ἔλθει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ…
Ἐμεῖς πρέπει νά εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι… Ἡ ἑτοιμότητα ἔγκειται σ’ αὐτήν τήν προσευχή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με…Ἡ ἑτοιμότητα ἔγκειται στήν ἀδιάλειπτη ἀναμονή τοῦ Θεοῦ, στήν προσμονή καί ἀναζήτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅταν ἔρθει αὐτή ἡ Χάρις καί ἀνάψει αὐτή ἡ φωτιά στήν καρδία μας, τότε πράγματι συγκροτεῖται τό μεγάλο πανηγύρι.Εἶσαι
ἀγαθός Κύριε. Εὐχαριστῶ τό ἐλεός Σου. Μοῦ ἔστειλες πλούσιο τό Ἅγιο
Πνεῦμα Σου καί ἔδωσες νά γευθῶ ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός τήν ἀγάπη Σου. Καί ἡ
ψυχή ἑλκύεται πρός Ἐσένα τό Φῶς τό ἀπρόσιτο1.
Ἄς θαυμάσουμε τήν ταπείνωση τοῦ Ἁγίου! Πόσο βαθειά συναισθάνεται τήν ἀρρώστεια του!… Ὁμολογεῖ: «Εἶμαι Ὁ ἁμαρτωλός. Κι ὅμως Ἐσύ καταδέχθηκες νά ἔλθεις σέ μένα καί νά μοῦ φανερώσεις τήν ἀγάπη Σου».
Ποιός θά μποροῦσε νά Σέ γνωρίσει ἄν
Ἐσύ Ἐλεήμων δέν εὐδοκοῦσες νά ἐμφανισθεῖς στήν ψυχή; Καί Σέ εἶδε καί
Σέ γνώρισε τόν Δημιουργό καί ἀγαθό Θεό Της καί ἀκόρεστα Σέ ποθεῖ. Γιατί
Ἐσύ ἐλεήμων προσείλκυσες κοντά Σου τήν ψυχή μέ τήν ἀγάπη πού γνώρισε ἡ
ψυχή μου. Βλέπεις Κύριε πόσο ἀσθενική καί ἁμαρτωλή εἶναι ἡ ψυχή τοῦ
ἀνθρώπου, ἀλλά Ἐσύ δίνεις Ἐλεήμων στήν ψυχή τήν δύναμη νά Σ’ ἀγαπᾶ.
Καί φοβᾶται ἡ ψυχή μήπως χάσει τήν ταπείνωση τήν ὁποία προσπαθοῦν νά
τίς ἀφαιρέσουν οἱ ἐχθροί. Γιατί χωρίς τήν ταπείνωση ἡ Χάρη Σου
ἐγκαταλείπει τήν ψυχή2.
Ὅλοι ὀφείλουμε νά γίνουμε ἅγιοι, προσηλώνοντας τόν νοῦ μας στόν Θεό.
Ὁμιλοῦμε – θά λέγαμε- τώρα γιά ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις… Καί ἴσως πεῖτε:
-Γιατί νά τά λέμε αὐτά; Ἀφοῦ δέν εἶναι γιά μᾶς… Γιά μᾶς ἁρμόζει νά λεχθεῖ κάτι πρακτικό, κάτι ἠθοπλαστικό…
-Ὄχι.
Ἀντίθετα, ἡ πρός τόν Θεό ἀγάπη εἶναι τό πιό σημαντικό. Πρέπει νά τό
καταλάβουμε ὅτι ἡ πρώτη ἐπιδίωξή μας θά πρέπει νά εἶναι τό ν’ ἀγαπήσουμε
τόν Θεό, τό νά μεταθέσουμε τόν νοῦ μας ἀπό τά γήϊνα στά οὐράνια.
«Ξένον τόκον ἰδόντες ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου τόν νοῦν εἰς οὐρανόν μεταθέντες», ὅπως
λέμε στούς Χαιρετισμούς. Θά πρέπει ὁ νοῦς μας νά μετατεθεῖ στό Θεό. Καί
αὐτό δέν εἶναι γιά τούς μορφωμένους-καλλιεργημένους διανοητικά, (ὅπως
ἴσως κάποιοι θά ἰσχυρίζονταν)- εἶναι γιά ὅλους. Εἶναι καί γιά τούς
ἀμόρφωτους, καί γιά τούς ἁπλούς. Οἱ πιό μεγάλοι σύγχρονοι Γεροντάδες
ἦταν σχεδόν ὅλοι τελείως ἀμόρφωτοι. Εἶχαν ὅμως σέ μεγάλο βαθμό αὐτόν τόν
Θεῖο Ἔρωτα, αὐτήν τήν συνεχή μετάσταση τοῦ νοῦ τους στόν Θεόν.
Ἡ
μετάθεση-μετάσταση-προσήλωση, τό συνεχές τῆς παραμονῆς τοῦ νοῦ στόν
Θεό: Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι καί ὁ στόχος τῆς ὅλης ἀσκητικῆς προσπάθειας τῶν
μοναχῶν.
Ἔλεγε ἕνας σύγχρονος Γέροντας: Ἐμεῖς (οἱ μοναχοί) «νοῦν τηροῦμε», δηλ. προσέχουμε τόν νοῦ μας.
-Τί προσέχουμε;
-Προσέχουμε ὥστε ὁ νοῦς μας νά εἶναι στόν Θεό, ν’ ἀγαπάει τόν Θεό καί νά αἰσθάνεται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ παραμονή τοῦ νοῦ στόν Θεό εἶναι πού ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο καί τόν βοηθάει νά πραγματώσει τό «καθ’ ὁμοίωση».
Ἡ ταπείνωση ἀπαραίτητη γιά τήν ἕλκυση τῆς Θείας Χάρης.
Τί
νά Σοῦ ἀνταποδώσω Κύριέ μου! Ἐγώ εἶμαι βδέλυγμα, τό ξέρει ὁ Κύριος,
ἀλλά μοῦ ἀρέσει νά ταπεινώνω τήν ψυχή μου καί νά ἀγαπῶ τόν πλησίον μου,
ἔστω καί ἄν μέ πρόσβαλε σέ κάτι3.
Ὁ
Ἅγιος, ὡς ὥριμος πνευματικά, ἔχει κατανοήσει πλέον, ὅτι τό κλειδί γιά
νά μήν χάσει ὁ πιστός τήν χάρη εἶναι ἡ ταπείνωση. Τό κλειδί γιά νά
ἑλκύσει κάποιος τόν Θεό εἶναι πάλι ἡ ταπείνωση.
Καρπός
τῆς βιωματικῆς του ταπείνωσης εἶναι ἡ ὁμολογία του: «Εἶμαι βδέλυγμα
μπροστά στόν Θεό, εἶμαι δηλαδή ἀηδία, μπροστά Σου καί μπροστά σ’ ὅλη
τήν κτίση».
Ὅπως
λένε τά τροπάρια τῆς Παρακλητικῆς: «Εἶμαι τό μόλυσμα τῆς γῆς, εἶμαι
αὐτός πού μολύνω τόν ἀέρα καί ὅλο τό σύμπαν». Αὐτή ἡ συναίσθηση τῆς
ἁμαρτωλότητας εἶναι πού ἕλκει τόν ταπεινό Θεό. Ὁ Θεός εὐαρεστεῖται στούς
ταπεινούς ἀνθρώπους, ἐνῷ ὅταν φύγει ἡ ταπείνωση τότε φεύγει καί ὁ Θεός,
φεύγει ἡ Χάρις.
συνεχίζεται…
Ἱερομόναχος Σάββας ὁ Ἁγιορείτης
ΠΗΓΗ: hristospanagia.gr
1.Ὅ.π.
2.Ὅ.π.
3.Ὅ.π. σελ. 401.