Γεν. 2,4 Αὕτη ἡ
βίβλος γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὅτε ἐγένετο·
ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν
Γεν. 2,4 Αυτή είναι η ιστορία της δημιουργίας του ουρανού
και της γης, όταν αυτά ετελείωσαν και ωλοκληρώθησαν. Αυτή είναι η δημιουργία
του σύμπαντος, όταν ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησεν εκ του μηδενός το
σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.
Γεν. 2,5 καὶ πᾶν
χλωρὸν ἀγροῦ πρὸ τοῦ γενέσθαι ἐπὶ τῆς
γῆς καὶ πάντα χόρτον ἀγροῦ πρὸ τοῦ ἀνατεῖλαι·
οὐ γὰρ ἔβρεξεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τὴν γῆν,
καὶ ἄνθρωπος οὐκ ἦν ἐργάζεσθαι αὐτήν·
Γεν. 2,5 Δεν υπήρχον όμως ακόμη χλόη και θάμνοι των αγρών
και δεν είχον βλαστήσει φυτά του αγρού. Διότι δεν είχεν αποστείλει βροχάς ο
Θεός εις την γην και δεν υπήρχεν άνθρωπος να εργάζεται και να καλλιεργή τους
αγρούς.
Γεν. 2,6 πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν
ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐπότιζε πᾶν τὸ
πρόσωπον τῆς γῆς.
Γεν. 2,6 Ανέβλυζαν δε πηγαί και επότιζαν με τα ύδατά των
όλην την επιφάνειαν της ξηράς.
Γεν. 2,7 καὶ ἔπλασεν
ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς
γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς
ψυχὴν ζῶσαν.
Γεν. 2,7 Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον με χώμα από την γην
(χοϊκόν) και ενεφύσησεν στο πρόσωπον αυτού πνεύμα ζων, την αθάνατον ψυχήν· έτσι
δε έγινεν ο άνθρωπος ζώσα υλικοπνευματική ύπαρξις.
Γεν. 2,8 Καὶ ἐφύτευσεν
ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολὰς
καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε.
Γεν. 2,8 Διέταξε δε ο Θεός και εφύτρωσε και εβλάστησεν
εις την περιοχήν της Εδέμ προς ανατολάς κήπος, ο παράδεισος, και εκεί
ετοποθέτησε τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε.
Γεν. 2,9 καὶ ἐξανέτειλεν
ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον
εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ
ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ τὸ
ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ.
Γεν. 2,9 Εκαμε δε ο Θεός να βλαστήσουν από την γην όλα τα
είδη των δένδρων, τα οποία είναι ωραία εις την όρασιν, ευχάριστα εις την γεύσιν
και θρεπτικά, καθώς επίσης διέταξε και εφύτρωσε το δένδρον της ζωής εν μέσω του
παραδείσου και το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού.
Γεν. 2,10 ποταμὸς δὲ
ἐκπορεύεται ἐξ Ἐδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον·
ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς τέσσαρας ἀρχάς.
Γεν. 2,10 Ποταμός δε πηγάζει και απλώνεται από την Εδέμ,
ώστε να ποτίζη τον παράδεισον. Από εκεί δε εξέρχεται και διαχωρίζεται εις
τέσσαρας κατευθύνσεις.
Γεν. 2,11 ὄνομα τῷ ἑνὶ
Φισῶν· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν
Εὐιλάτ, ἐκεῖ οὗ ἐστι τὸ χρυσίον·
Γεν. 2,11 Το όνομα του ενός εκ των τεσσάρων αυτών ποταμών
είναι Φισών. Αυτός περικυκλώνει και ποτίζει όλην την περιοχήν Ευϊλάτ, όπου
υπάρχει ο χρυσός.
Γεν. 2,12 τὸ δὲ
χρυσίον τῆς γῆς ἐκείνης καλόν· καὶ ἐκεῖ
ἐστιν ὁ ἄνθραξ καὶ ὁ λίθος ὁ πράσινος.
Γεν. 2,12 Ο χρυσός της χώρας εκείνης είναι αγνός και
πολύτιμος. Εις την χώραν αυτήν επίσης υπάρχουν και δύο άλλοι πολύτιμοι λίθοι, ο
απαστράπτων άνθραξ και ο πράσινος λίθος.
Γεν. 2,13 καὶ ὄνομα
τῷ ποταμῷ τῷ δευτέρῳ Γεῶν· οὗτος ὁ
κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Αἰθιοπίας.
Γεν. 2,13 Το όνομα του δευτέρου ποταμού είναι Γεών· αυτός
διαρρέει όλην την γην της Αιθιοπίας.
Γεν. 2,14 καὶ ὁ
ποταμὸς ὁ τρίτος Τίγρις· οὗτος ὁ προπορευόμενος
κατέναντι Ἀσσυρίων. ὁ δὲ ποταμὸς ὁ τέταρτος Εὐφράτης.
Γεν. 2,14 Και ο ποταμός ο τρίτος είναι ο Τιγρις· αυτός
διέρχεται εμπρός από την χώραν των Ασσυρίων. Ο δε τέταρτος ποταμός είναι ο
Ευφράτης.
Γεν. 2,15 Καὶ ἔλαβε
Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ
ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς,
ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν.
Γεν. 2,15 Ελαβε Κυριος ο Θεός τον άνθρωπον, τον οποίον εδημιούργησε,
και έθεσεν αυτόν στον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται
εις αυτόν και να τον φυλάσση.
Γεν. 2,16 καὶ ἐνετείλατο
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ λέγων· ἀπὸ
παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ,
Γεν. 2,16 Εδωσε δε εντολήν Κυριος ο Θεός στον Αδάμ λέγων·
“από όλα τα καρποφόρα δένδρα που υπάρχουν στον παράδεισον, σας δίδω το δικαίωμα
να τρώγετε.
Γεν. 2,17 ἀπὸ δὲ
τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ
φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ
φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.
Γεν. 2,17 Από το δένδρον όμως της γνώσεως του καλού και
κακού δεν πρέπει ποτέ να φάγετε από αυτό. Κατά δε την ημέραν κατά την οποίαν θα
φάγετε από τον καρπόν του, θα χάσετε το δικαίωμα της αθανασίας, θα αποθάνετε
σωματικώς και θα χωρισθήτε από εμέ, που σας έδωσα την ζωήν”.
Γεν. 2,18 Καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεός· οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον
μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿ αὐτόν.
Γεν. 2,18 Ο δε Τριαδικός Θεός είπε καθ' εαυτόν· “δεν είναι
καλόν να μείνη μόνος του ο άνθρωπος. Ας δημιουργήσωμεν προς χάριν αυτού βοηθόν
του, πλάσμα όμοιον με αυτόν”.
Γεν. 2,19 καὶ ἔπλασεν
ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πάντα τὰ θηρία
τοῦ ἀγροῦ καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ ἤγαγεν αὐτὰ πρὸς τὸν Ἀδάμ, ἰδεῖν
τί καλέσει αὐτά. καὶ πᾶν ὃ ἐὰν ἐκάλεσεν
αὐτὸ Ἀδὰμ ψυχὴν ζῶσαν, τοῦτο ὄνομα
αὐτῷ.
Γεν. 2,19 Πριν όμως δημιουργήση ο Θεός την βοηθόν του Αδάμ,
την Εύαν, ωδήγησεν ενώπιον του Αδάμ όλα τα θηρία του αγρού και όλα τα πτηνά του
ουρανού, τα οποία εδημιούργησε, δια να ίδη αυτά ο Αδάμ και να τους δώση το
κατάλληλον όνομα. Και το όνομα, το οποίον θα έδιδεν ο Αδάμ στο καθένα από αυτά,
τούτο το όνομα και θα έμενεν εις αυτό.
Παρ. 3,1 Υἱέ, ἐμῶν
νομίμων μὴ ἐπιλανθάνου, τὰ δὲ ῥήματά μου τηρείτω
σὴ καρδία·
Παρ. 3,1 Παιδί μου, μη λησμονής τους νόμους μου. Ο δε νους
και η καρδία σου ας φυλάττουν τους λόγους μου ως θησαυρούς.
Παρ. 3,2 μῆκος γὰρ
βίου καὶ ἔτη ζωῆς καὶ εἰρήνην προσθήσουσί σοι.
Παρ. 3,2 Διότι αυτά θα σου χαρίσουν μακροβιότητα, θα
προσθέσουν χρόνια ζωής ειρηνικής και ευτυχισμένης.
Παρ. 3,3 ἐλεημοσύναι καὶ
πίστεις μὴ ἐκλιπέτωσάν σε, ἄφαψαι δὲ αὐτὰς ἐπὶ
σῷ τραχήλῳ, καὶ εὑρήσεις χάριν·
Παρ. 3,3 Αι ελεημοσύναι ποός τους ανθρώπους και η πίστις
προς τον Θεόν, ποτέ ας μη σε αφήσουν. Να τας δέσης σαν περιλαίμιον, που θα
εφάπτεται στον λαιμόν σου, να τας χάραξης εις την καρδίαν σου, και να είσαι
βέβαιος ότι θα εύρης χάριν παρά Θεώ και ανθρώποις.
Παρ. 3,4 καὶ προνοοῦ
καλὰ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀνθρώπων.
Παρ. 3,4 Σκέψου και φρόντιζε, ώστε η διαγωγή σου να είναι
καλή και αξιέπαινος ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Παρ. 3,5 ἴσθι πεποιθὼς
ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ ἐπὶ Θεῷ ἐπὶ
δὲ σῇ σοφίᾳ μὴ ἐπαίρου·
Παρ. 3,5 Εχε σταθεράν πίστιν και ακλόνητον πεποίθησιν με
όλην σου την ψυχήν στον Θεόν. Μη αλαζονεύεσαι δια τας πολλάς γνώσεις και δια
την σοφίαν σου.
Παρ. 3,6 ἐν πάσαις ὁδοῖς
σου γνώριζε αὐτήν, ἵνα ὀρθοτομῇ τὰς ὁδούς
σου, ὁ δὲ πούς σου μὴ προσκόψῃ.
Παρ. 3,6 Εις όλην σου την ζωήν και συμπεριφοράν να έχης
πάντοτε υπ' όψιν σου την θείαν σοφίαν, δια να σε καθοδηγή ορθώς εις τας
ενεργείας σου και να μη σκοντάψουν ποτέ τα πόδια σου.
Παρ. 3,7 μὴ ἴσθι
φρόνιμος παρὰ σεαυτῷ, φοβοῦ δὲ τὸν Θεὸν καὶ
ἔκκλινε ἀπὸ παντὸς κακοῦ·
Παρ. 3,7 Μη σχηματίσης το φρόνημα ότι είσαι συνετός και μη
εμπιστεύεσαι εις την σοφίαν σου, αλλά να φοβήσαι τον Θεόν. Απόφευγε κάθε κακόν
και λοξοδρόμει μακράν, όταν το αντικρύζης.
Παρ. 3,8 τότε ἴασις ἔσται
τῷ σώματί σου καὶ ἐπιμέλεια τοῖς ὀστέοις σου.
Παρ. 3,8 Οταν έτσι πορεύεσαι, θα απολαμβάνης υγείαν και
ευεξίαν στο σώμα σου, ανανέωσιν δε και ανάπαυσιν εις τα κόκκαλά σου.
Παρ. 3,9 τίμα τὸν Κύριον ἀπὸ
σῶν δικαίων πόνων καὶ ἀπάρχου αὐτῷ ἀπὸ
σῶν καρπῶν δικαιοσύνης,
Παρ. 3,9 Τιμα τον Θεόν με θυσίας από τους ιδικούς σου
δικαίους κόπους, και δίδε εις αυτόν πάντοτε τας απαρχάς από τους καρπούς, τους
οποίους απέκτησες με δικαιοσύνην και τιμιότητα·
Παρ. 3,10 ἵνα πίμπληται τὰ
ταμιεῖά σου πλησμονῆς σίτῳ, οἴνῳ δὲ αἱ
ληνοί σου ἐκβλύζωσιν.
Παρ. 3,10 δια να γεμίζουν έτσι αι αποθήκαι σου από αφθονίαν
σίτου και να αναβλύζη σαν από πηγήν πλούσιος ο μούστος από τα πατητήρια των
σταφυλών σου.
Παρ. 3,11 Υἱέ, μὴ ὀλιγώρει
παιδείας Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος·
Παρ. 3,11 Παιδί μου, μη παραμελής και μη αδιαφορής εις την
παιδαγωγίαν του Κυρίου και μη λιποψυχής, όταν δια το καλόν σου επιτιμάσαι από
αυτόν.
Παρ. 3,12 ὃν γὰρ ἀγαπᾷ
Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν
παραδέχεται.
Παρ. 3,12 Διότι εκείνον, τον οποίον ο Κυριος αγαπά, τον
παιδαγωγεί με θλίψεις και σαν στοργικός πατέρας μαστιγώνει με διαφόρους
δοκιμασίας κάθε τέκνον του, το οποίον αναγνωρίζει και παραδέχεται ως ιδικόν
του.
Παρ. 3,13 μακάριος ἄνθρωπος
ὃς εὗρε σοφίαν καὶ θνητὸς ὃς εἶδε
φρόνησιν·
Παρ. 3,13 Τρισευτυχισμένος και από τον Θεόν ευλογημένος είναι
ο άνθρωπος, ο οποίος ευρήκε την αληθή σοφίαν, και κάθε θνητός, ο οποίος
εγνώρισε και απέκτησε την από τον Θεόν χορηγουμένην φρόνησιν και σύνεσιν.
Παρ. 3,14 κρεῖσσον γὰρ
αὐτὴν ἐμπορεύεσθαι ἢ χρυσίου καὶ ἀργυρίου
θησαυρούς.
Παρ. 3,14 Διότι είναι ασυγκρίτως καλύτερον να αγοράζη και
αποκτά κανείς την σοφίαν, παρά θησαυρούς χρυσού και αργύρου.
Παρ. 3,15 τιμιωτέρα δέ ἐστι
λίθων πολυτελῶν, οὐκ ἀντιτάξεται αὐτῇ οὐδὲν
πονηρόν· εὔγνωστός ἐστι πᾶσι τοῖς ἐγγίζουσιν
αὐτῇ, πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς
ἐστι.
Παρ. 3,15 Αύτη είναι ασυγκρίτως πολυτιμοτέρα από τους
αδάμαντας και τους άλλους πολυτελείς λίθους και εναντίον αυτής δεν ημπορεί να,
αντιπαραταχθή κανένα απολύτως πονηρόν πράγμα. Η σοφία γίνεται γνωστή εις όλους
εκείνους, οι οποίοι την πλησιάζουν με αγαθήν διάθεσιν. Και κάθε τι από όσα οι
άνθρωποι θεωρούν πολύτιμα, δεν ημπορεί να αντιπαραβληθή προς αυτήν.
Παρ. 3,16 μῆκος γὰρ
βίου καὶ ἔτη ζωῆς ἐν τῇ δεξιᾷ αὐτῆς,
ἐν δὲ τῇ ἀριστερᾷ αὐτῆς πλοῦτος
καὶ δόξα· ἐκ τοῦ στόματος αὐτῆς ἐκπορεύεται
δικαιοσύνη, νόμον δὲ καὶ ἔλεον ἐπὶ γλώσσης φορεῖ.
Παρ. 3,16 Είναι δε πολυτιμοτέρα από οποιονδήποτε πλούτον και
θησαυρόν, διότι εις την δεξιάν της κρατεί και προσφέρει μακροβιότητα. Εις δε
την αριστεράν της κρατεί και προσφέρει πλούτον και δόξαν. Από το στόμα της
εξέρχεται πάντοτε λόγος δικαιοσύνης και αρετής. Εις δε την γλώσσαν της φέρει
και εκφράζει τον νόμον του Θεού, αλλά και το έλεος του Θεού.
Παρ. 3,17 αἱ ὁδοὶ
αὐτῆς ὁδοὶ καλαί, καὶ πᾶσαι αἱ τρίβοι
αὐτῆς ἐν εἰρήνῃ·
Παρ. 3,17 Οι δρόμοι, στους οποίους οδηγεί, είναι καλοί και
αγαθοί. Ολαι δε αι πορείαι της είναι ειρηνικαί και ειρηνοφόροι.
Παρ. 3,18 ξύλον ζωῆς ἐστι
πᾶσι τοῖς ἀντεχομένοις αὐτῆς, καὶ τοῖς
ἐπερειδομένοις ἐπ᾿ αὐτὴν ὡς ἐπὶ
Κύριον ἀσφαλής.
Παρ. 3,18 Η σοφία είναι το δένδρον της ζωής δι' όλους
εκείνους, που την κρατούν σφιγκτά· δι' όσους δε στηρίζονται σταθερά εις αυτήν,
ως επ' αυτού του Κυρίου, είναι στήριγμα ασφαλές.
Παρ. 3,19 ὁ Θεὸς τῇ
σοφίᾳ ἐθεμελίωσε τὴν γῆν, ἡτοίμασε δὲ οὐρανοὺς
φρονήσει·
Παρ. 3,19 Ο Θεός δια της ενυποστάτου σοφίας, δια του
Μονογενούς δηλαδή Υιού του, έθεσε τα θεμέλια της γης και με άπειρον σύνεσιν
κατεσκεύασε τους ουρανούς.
Ησ. β΄11- 21
Ησ. 2,11 οἱ γὰρ ὀφθαλμοὶ
Κυρίου ὑψηλοί, ὁ δὲ ἄνθρωπος ταπεινός· καὶ
ταπεινωθήσεται τὸ ὕψος τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὑψωθήσεται
Κύριος μόνος ἐν τῇ ἡμέρα ἐκείνῃ.
Ησ. 2,11 Διότι οι οφθαλμοί του Κυρίου είναι υψιλοί και
βλέπουν από υψηλά τα πάντα. Ο δε άνθρωπος είναι μηδαμινός· και θα ταπεινωθή η
αλαζονεία και η έπαρσις των ανθρώπων. Θα υψωθή δε μόνος ο Κυριος κατά την
ημέραν εκείνην της δικαίας κρίσεώς του.
Ησ. 2,12 ἡμέρα γὰρ
Κυρίου σαβαὼθ ἐπὶ πάντα ὑβριστὴν καὶ ὑπερήφανον
καὶ ἐπὶ πάντα ὑψηλὸν καὶ μετέωρον, καὶ
ταπεινωθήσονται,
Ησ. 2,12 Διότι η μεγάλη αυτή ημέρα Κυρίου του
παντοκράτορος θα έλθη, δια να τιμωρήση κάθε αναιδή και αυθάδη, κάθε
τυπερήφανον, κάθε υψηλόφρονα, κάθε επηρμένον. Και όλοι θα ταπεινωθούν κατά την
ημέραν εκείνην.
Ησ. 2,13 καὶ ἐπὶ
πᾶσαν κέδρον τοῦ Λιβάνου τῶν ὑψηλῶν καὶ
μετεώρων καὶ ἐπὶ πᾶν δένδρον βαλάνου Βασὰν
Ησ. 2,13 Η δικαία αυτή παρά Κυρίου τιμωρία θα εκπάση και
θα πλήξη όλα τα κέδρα του Λιβάνου, τα υψηλά και υπερήφανα, και όλα τα δένδρα
βελανιδιάς της χώρας Βασάν.
Ησ. 2,14 καὶ ἐπὶ
πᾶν ὑψηλὸν ὄρος καὶ ἐπὶ πάντα βουνὸν
ὑψηλὸν
Ησ. 2,14 Θα πλήξη κάθε υψηλόν όρος και κάθε υψηλόν βουνόν,
Ησ. 2,15 καὶ ἐπὶ
πάντα πύργον ὑψηλὸν καὶ ἐπὶ πᾶν τεῖχος
ὑψηλὸν
Ησ. 2,15 κάθε υψηλόν και ωχυρωμένον πύργον, κάθε ισχυρόν
τείχος.
Ησ. 2,16 καὶ ἐπὶ
πᾶν πλοῖον θαλάσσης καὶ ἐπὶ πᾶσαν θέαν
πλοίων κάλλους.
Ησ. 2,16 Θα εκπάση εναντίον των πλοίων, που ευρίσκονται
εις την θάλασσαν, και εναντίον όλων των στολισμένων και ωραίων εις θέαν πλοίων.
Ησ. 2,17 καὶ
ταπεινωθήσεται πᾶς ἄνθρωπος, καὶ πεσεῖται ὕψος ἀνθρώπων,
καὶ ὑψωθήσεται Κύριος μόνος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.
Ησ. 2,17 Και τρομαγμένος τότε θα ταπεινωθή κάθε άνθρωπος.
Θα πέση η αλαζονεία των άνθρώπων και θα υψωθή και θα δοξασθή ο Κυριος μόνος
κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν.
Ησ. 2,18 καὶ τὰ
χειροποίητα πάντα κατακρύψουσιν,
Ησ. 2,18 Κατατρομαγμένοι οι άνθρωποι θα κρύψουν επιμελώς
όλα τα είδωλα, που είχαν κατασκευάσει με τα χέρια των·
Ησ. 2,19 εἰσενέγκαντες εἰς
τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς σχισμὰς τῶν πετρῶν
καὶ εἰς τὰς τρώγλας τῆς γῆς ἀπὸ
προσώπου τοῦ φόβου Κυρίου καὶ ἀπὸ τῆς δόξης τῆς
ἰσχύος αὐτοῦ, ὅταν ἀναστῇ θραῦσαι τὴν
γῆν.
Ησ. 2,19 θα τα φέρουν μέσα εις τα σπήλαια και είς τας
σχισμάς των βράχων και εις τας τρώγλας της γης, όπου και οι ίδιοι θα καταφύγουν
ενώπιον του φόβου, που θα τους εμπνέη η παρουσία του Κυρίου, και ενώπιον της
δόξης και της παντοδυναμίας του, όταν θα σηκωθή, δια να συντρίψη την αμαρτωλήν
χώραν.
Ησ. 2,20 τῇ γὰρ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ ἐκβαλεῖ ἄνθρωπος τὰ βδελύγματα αὐτοῦ
τὰ ἀργυρᾶ καὶ τὰ χρυσᾶ, ἃ ἐποίησαν
προσκυνεῖν, τοῖς ματαίοις καὶ ταῖς νυκτερίσι,
Ησ. 2,20 Κατά την ημέραν εκείνην ο κάθε άνθρωπος θα πετάξη
τα σιχαμερά είδωλά του, τα ασημένια και τα χρυσά, τα οποία κατασκεύασε, δια να
τα προσκυνή, θα τα πετάξουν εις τα σκουπίδια και εις τας ρωγμάς, όπου αι φωλεαί
των νυκτερίδων,
Ησ. 2,21 τοῦ εἰσελθεῖν
εἰς τὰς τρώγλας τῆς στερεᾶς πέτρας καὶ εἰς
τὰς σχισμὰς τῶν πετρῶν ἀπὸ προσώπου τοῦ
φόβου Κυρίου καὶ ἀπὸ τῆς δόξης τῆς ἰσχύος αὐτοῦ,
ὅταν ἀναστῇ θραῦσαι τὴν γῆν.
Ησ. 2,21 δια να ημπορέσουν έτσι ελεύθεροι, να εισέλθουν
εις τας τρώγλας κάποιου ασφαλούς βράχου, εις τας σχισμάς των ορέων, τρέμοντες
την φοβεράν παρουσίαν του Κυρίου, την άπειρον αυτού δόξαν και ακατανίκητον
δύναμιν, όταν θα εγερθή, δια να συντρίψη την αμαρτωλήν χώραν μας.