Ιου.
1,1 Ἰούδας, Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφός δὲ Ἰακώβου τοῖς ἐν Θεῷ πατρὶ ἡγιασμένοις καὶ Ἰησοῦ Χριστῷ τετηρημένοις κλητοῖς·
Ιου. 1,1 Εγώ ο Ιούδας, δούλος του
Ιησού Χριστού, αδελφός δε του Ιακώβου, προς τους κεκλημένους
εις την χριστιανικήν πίστιν,
οι οποίοι έχουν αγιασθή από τον Θεόν
και Πατέρα και έχουν διαφυλαχθή από τον κίνδυνον και τον μολυσμόν της
αμαρτίας προς χάριν του Ιησού Χριστού,
Ιου.
1,2 ἔλεος ὑμῖν καὶ εἰρήνη καὶ ἀγάπη πληθυνθείη.
Ιου. 1,2 εύχομαι να αυξάνη και να πλεονάζη εις σας το
έλεος και η ειρήνη και η αγάπη.
Ιου.
1,3 Ἀγαπητοί, πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος γράφειν ὑμῖν περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας, ἀνάγκην ἔσχον γράψαι ὑμῖν παρακαλῶν ἐπαγωνίζεσθαι
τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει.
Ιου. 1,3 Αγαπητοί, μολονότι ησθανόμην μεγάλον πόθον και ενδιαφέρον να σας γράψω δια την σωτηρίαν, την οποίαν εις όλους μας χαρίζει ο Χριστός,
ευρέθηκα και εις την ανάγκην από αυτά ταύτα τα
πράγματα να σας γράψω, δια να σας παρακαλέσω και σας προτρέψω να αγωνίζεσθε με
δύναμιν και επιμονήν υπέρ της πίστεως, η οποία άπαξ
δια παντός έχει παραδοθή
στους Χριστιανούς.
Ιου.
1,4 παρεισέδυσαν γάρ τινες ἄνθρωποι, οἱ πάλαι
προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο
τὸ κρῖμα, ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες
εἰς ἀσέλγειαν καὶ τὸν μόνον δεσπότην καὶ Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι.
Ιου. 1,4 Και τούτο, διότι με τρόπον
δόλιον και απατηλόν εισεχώρησαν εις την Εκκλησίαν
μερικοί άνθρωποι, δια τους οποίους η Γραφή προ πολλού χρόνου είχε προφυτεύσει και ορίσει, ότι θα έπαιρναν επάνω τους αυτήν
την φοβερά καταδίκην. Ασεβείς αυτοί, νοθεύουν και
διαστρέφουν την δωρεάν και την αλήθειαν, που μας έχει
δώσει ο Θεός, ζητούντες με σοφιστικά και πονηρά επιχειρήματα να δικαιολογήσουν
την φαυλότητα και ανηθικότητα αυτών και αρνούμενοι
τον ένα και μόνον Δεσπότην και Κυριον
μας, τον Ιησούν Χριστόν.
Ιου.
1,5 Ὑπομνῆσαι δὲ ὑμᾶς βούλομαι, εἰδότας
ὑμᾶς ἅπαξ
τοῦτο ὅτι ὁ
Κύριος λαὸν ἐκ τῆς Αἰγύπτου σώσας, τὸ δεύτερον τοὺς μὴ πιστεύσαντας ἀπώλεσεν,
Ιου. 1,5 Θελω
δε να σας υπενθυμίσω, μολονότι σστο έχετε μάθει καλά
άπαξ δια παντός, ότι ο Κυριος
αφού πρώτον δια πλήθους θαυμάτων έσωσε τον Ισραηλιτικόν
λαόν από την χώραν της
Αιγύπτου, έπειτα όσους δεν επίστευσαν τους κατεδίκασε να αποθάνουν εις την έρημον.
Ιου.
1,6 ἀγγέλους τε τοὺς μὴ τηρήσαντας τὴν ἑαυτῶν ἀρχήν, ἀλλὰ ἀπολιπόντας
τὸ ἴδιον οἰκητήριον εἰς κρίσιν
μεγάλης ἡμέρας δεσμοῖς
ἀϊδίοις ὑπὸ
ζόφον τετήρηκεν·
Ιου. 1,6 Και τους αγγέλους, οι
οποίοι δεν διεφύλαξαν την αρχικήν αυτών αγνότητα και
αγιότητα, το υψηλόν των αγγελικόν
αξίωμα, αλλ' εγκατέλειψαν την ουρανίαν
αυτών κατοικίαν και ζωήν,
τους έχει φυλάξει δεμένους με τα αιώνια σκοτεινά δεσμά της βαρείας ενοχής των,
δια να δικασθούν κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της κρίσεως.
Ιου.
1,7 ὡς Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα καὶ αἱ περὶ αὐτὰς πόλεις τὸν
ὅμοιον τούτοις τρόπον ἐκπορνεύσασαι
καὶ ἀπελθοῦσαι
ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας πρόκεινται δεῖγμα, πυρὸς αἰωνίου δίκην ὑπέχουσαι.
Ιου. 1,7 Οπως
επίσης τα Σοδομα και τα Γομορα
και αι ολόγυρά των πόλεις, αι οποίαι κατά τρόπον όμοιον με τους ασεβείς, περί των οποίων έγραψα παρά πάνω, παρεδόθησαν, εις την πορνείαν και
έτρεξαν προς παρά φύσιν ασελγείας εις άλλα σώματα και
διεφθάρησαν και εβεβηλώθησαν, είναι ενώπιόν μας
παράδειγμα διεστραμμένων ανθρώπων, που ετιμωρήθησαν
με το καταστρεπτικόν πυρ, που η θεία οργή έστειλεν εξ ουρανού.
Ιου.
1,8 ὁμοίως μέντοι καὶ οὗτοι ἐνυπνιαζόμενοι σάρκα μὲν
μιαίνουσι, κυριότητα δὲ
ἀθετοῦσι, δόξας δὲ
βλασφημοῦσιν.
Ιου. 1,8 Κατά ένα όμοιον τρόπον και αυτοί οι ασεβείς παραπλανώνται
από τα αμαρτωλά όνειρα της εξημμένης φαντασίας των, και το μεν σώμα μολύνουν με
τας αισχράς πράξεις, την μεγαλειώδη δε εξουσίαν του Υιού του Θεού απορρίπτουν, υβρίζουν δε και
χλευάζουν τους ενδόξους αγγέλους.
Ιου.
1,9 ὁ
δὲ Μιχαὴλ ὁ
ἀρχάγγελος, ὅτε
τῷ διαβόλῳ
διακρινόμενος διελέγετο περὶ
τοῦ Μωϋσέως σώματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ᾿
εἶπεν· ἐπιτιμήσαι
σοι Κύριος.
Ιου. 1,9 Ο δε Μιχαήλ, ο αρχάγγελος,
όταν αντηγωνίζετο και συνδιελέγετο
με τον διάβολον, ο οποίος ήθελε να αρπάξη το νεκρόν σώμα του Μωϋσέως, δεν ετόλμησε να εκφέρη εναντίον του καταδικαστικήν
κρίσιν με υβριστικούς και χλευαστικούς λόγους. Αλλ' είπεν στον διάβολον· “ο Κυριος να σε τιμωρήση δια την δολίαν πράξιν, που επιχειρείς να κάμης”.
Ιου.
1,10 οὗτοι δὲ ὅσα μὲν οὐκ οἴδασι βλασφημοῦσιν, ὅσα δὲ φυσικῶς ὡς τὰ ἄλογα ζῷα ἐπίστανται, ἐν
τούτοις φθείρονται.
Ιου. 1,10 Αυτοί όμως όσα μεν μεγάλα
και πνευματικά και θεία δεν γνωρίζουν, τα υβρίζουν και τα χλευάζουν, όσα δε με
τας φυσικάς των αισθήσεις και επιθυμίας, σαν τα άλογα
ζώα, γνωρίζουν, μέσα εις αυτά διαφθείρονται και καταστρέφονται.
Λουκ.
22,39 Καὶ ἐξελθὼν
ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος εἰς τὸ ὄρος τῶν
ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ καὶ
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
Λουκ. 22,39 Και αφού εβγήκεν επήγε, όπως εσυνήθιζε, στο όρος των
Ελαιών· τον ηκολούθησαν δε και οι μαθηταί του.
Λουκ.
22,40 γενόμενος δὲ ἐπὶ
τοῦ τόπου εἶπεν αὐτοῖς· προσεύχεσθε μὴ εἰσελθεῖν
εἰς πειρασμόν.
Λουκ. 22,40 Οταν δε έφθασε στον γνωστόν τόπον, που συνήθως ήρχετο,
τους είπε· “προσεύχεσθε και παρακαλείτε τον Θεόν να μη πέσετε εις πειρασμόν”.
Λουκ.
22,41 καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη
ἀπ᾿ αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν, καὶ θεὶς
τὰ γόνατα προσηύχετο
Λουκ. 22,41 Και αυτός απεμακρύνθη από αυτούς, όσον περίπου ημπορεί
ένας να ρίψη τον λίθον και αφού εγονάτισε προσηύχετο
Λουκ.
22,42 λέγων· πάτερ, εἰ
βούλει παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ·
πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν
γινέσθω.
Λουκ. 22,42 λέγων· “πάτερ, εάν θέλης να απομακρύνης από εμέ το
πικρόν τούτο ποτήριον του Θανάτου, απομάκρυνε το, πλην όμως ας μη γίνη το
θέλημά μου, αλλά το ιδικόν σου θέλημα”.
Λουκ.
22,45 καὶ ἀναστὰς
ἀπὸ τῆς προσευχῆς, ἐλθὼν πρὸς τοὺς
μαθητὰς εὗρεν αὐτοὺς κοιμωμένους ἀπὸ τῆς
λύπης,
Λουκ. 22,45 Και αφού εσηκώθηκε από την προσευχήν, ήλθε προς τους
μαθητάς και τους εύρε να κοιμώνται, από την κατάπτωσιν που τους είχε προκαλέσει
η πολύ λύπη.
Λουκ.
22,46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
τί καθεύδετε; ἀναστάντες προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε
εἰς πειρασμόν.
Λουκ. 22,46 Και τους είπε· “διατί κοιμάσθε; Σηκωθήτε και
προσεύχεσθε, δια να μην πέσετε εις πειρασμόν”.
Λουκ.
22,47 Ἔτι δὲ αὐτοῦ
λαλοῦντος ἰδοὺ ὄχλος, καὶ ὁ λεγόμενος Ἰούδας,
εἷς τῶν δώδεκα, προῆγεν αὐτούς, καὶ ἤγγισε
τῷ Ἰησοῦ φιλῆσαι αὐτόν· τοῦτο γὰρ
σημεῖον δεδώκει αὐτοῖς· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός
ἐστιν.
Λουκ. 22,47 Ενώ δε αυτός ωμιλούσε, ιδού έφθασε ο όχλος και αυτός που
ελέγετο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, επήγαινεν εμπρός ως οδηγός των και
επλησίασε τον Ιησούν, δια να τον φιλήση. Διότι αυτό τους είχε δώσει ως σημείον.
Τους είχε δηλαδή πει· “όποιον φιλήσω, αυτός είναι ο Ιησούς”.
Λουκ.
22,48 ὁ δὲ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτῷ· Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως;
Λουκ. 22,48 Ο δε Ιησούς του είπεν· “Ιούδα, με φίλημα, με αυτό το
δείγμα της αγάπης, προδίδεις συ τώρα τον υιόν του ανθρώπου;”
Λουκ.
22,49 ἰδόντες δὲ οἱ
περὶ αὐτὸν τὸ ἐσόμενον εἶπον αὐτῷ·
Κύριε, εἰ πατάξομεν ἐν μαχαίρᾳ;
Λουκ. 22,49 Οταν δε είδαν οι μαθηταί, που ήσαν γύρω από τον Ιησούν,
αυτό που θα συνέβαινε, του είπαν· “Κυριε, μας δίνεις την άδειαν να τους
κτυπήσωμεν με μάχαιραν;”
Λουκ.
22,50 καὶ ἐπάταξεν εἷς
τις ἐξ αὐτῶν τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως
καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ οὖς τὸ
δεξιόν.
Λουκ. 22,50 Και κάποιος από αυτούς εκτύπησε με μάχαιραν τον δούλον
του αρχιερέως και του απέκοψε το δέξι αυτί.
Λουκ.
22,51 ἀποκριθεὶς δὲ
ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐᾶτε ἕως
τούτου· καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου αὐτοῦ ἰάσατο
αὐτόν·
Λουκ. 22,51 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και τους είπε· “φθάνει έως εδώ, μη
προχωρείτε άλλο”. Και αφού ήγγισε το αυτί του δούλου, τον εθεράπευσε.
Λουκ.
22,52 εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς
πρὸς τοὺς παραγενομένους ἐπ᾿ αὐτὸν ἀρχιερεῖς
καὶ στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ καὶ
πρεσβυτέρους· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξεληλύθατε
μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων;
Λουκ. 22,52 Είπε δε ο Ιησούς στους αρχιερείς και τους στρατηγούς του
ιερού και τους πρεσβυτέρους, που είχαν έλθει και αυτοί εναντίον του· “εβγήκατε
ωπλισμένοι με μαχαίρια και ρόπαλα, σαν να επηγαίνετε εναντίον ληστού;
Λουκ.
22,53 καθ᾿ ἡμέραν ὄντος
μου μεθ᾿ ὑμῶν ἐν τῷ ἱερῷ οὐκ ἐξετείνατε
τὰς χεῖρας ἐπ᾿ ἐμέ. ἀλλ᾿ αὕτη ἐστὶν
ὑμῶν ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ
σκότους.
Λουκ. 22,53 Οταν εγώ κάθε ημέραν ήμουν μαζή σας στο ιερόν, δεν
απλώσατε τα χέρια σας επάνω μου. Αλλά αυτή είναι η ώρα, που την επέτρεψε ο Θεός
ως ώραν ιδικήν σας, δια να εκτελέσετε την κακούργον απόφασίν σας”. (Και είναι
ώρα του σκότους και της νυκτός, διότι κατά κανόνα οι κακούργοι το σκότος
προτιμούν δια τα εγκλήματά των. Οι άνθρωποι, του σκότους, όπως είσθε σεις, οι
οποίοι μάλιστα υποκρίνονται τον δίκαιον, στο σκότος διαπράττουν τα σκοτεινά των
έργα).
Λουκ.
22,54 Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν
ἤγαγον καὶ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον
τοῦ ἀρχιερέως. ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει μακρόθεν.
Λουκ. 22,54 Αφού δε τον επιασαν, τον έφεραν εις την πόλιν και τον
έβαλαν στο σπίτι του αρχιερέως. Ο δε Πετρος ακολουθούσε μακράν.
Λουκ.
22,55 ἁψάντων δὲ πυρὰν
ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς καὶ συγκαθισάντων αὐτῶν
ἐκάθητο ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ αὐτῶν.
Λουκ. 22,55 Αφού δε οι στρατιώται και οι υπηρέται άναψαν φωτιά στο
μέσον της αυλής και εκάθισαν γύρω από αυτήν, εκάθητο και ο Πετρος ανάμεσα εις
αυτούς.
Λουκ.
22,56 ἰδοῦσα δὲ αὐτὸν
παιδίσκη τις καθήμενον πρὸς τὸ φῶς καὶ ἀτενίσασα
αὐτῷ εἶπε· καὶ οὗτος σὺν αὐτῷ
ἦν.
Λουκ. 22,56 Μια δε νεαρά υπηρέτρια όταν τον είδε να κάθεται στο φως
που έρριχνε η φωτιά, τον εκύτταξε προσεκτικά και είπε· “και αυτός ήτο μαζή με
εκείνον”.
Λουκ.
22,57 ὁ δὲ ἠρνήσατο
λέγων· γύναι, οὐκ οἶδα αὐτόν.
Λουκ. 22,57 Ο δε Πετρος ηρνήθη, λέγων· “γυναίκα δεν τον ξεύρω
αυτόν”.
Λουκ.
22,58 καὶ μετὰ βραχὺ
ἕτερος ἰδὼν αὐτὸν ἔφη· καὶ σὺ
ἐξ αὐτῶν εἶ. ὁ δὲ Πέτρος εἶπεν· ἄνθρωπε,
οὐκ εἰμί.
Λουκ. 22,58 Και έπειτα από ολίγον και άλλος τον είδε και είπε· “και
συ είσαι από αυτούς”. Ο Πετρος όμως είπε· “άνθρωπε, όχι δεν είμαι από αυτούς”.
Λουκ.
22,59 καὶ διαστάσης ὡσεὶ
ὥρας μιᾶς ἄλλος τις διισχυρίζετο λέγων· ἐπ᾿ ἀληθείας
καὶ οὗτος μετ᾿ αὐτοῦ ἦν· καὶ γὰρ
Γαλιλαῖός ἐστιν.
Λουκ. 22,59 Και αφού επέρασε μία περίπου ώρα, και κάποιος άλλος
ισχυρίζετο και έλεγε· “αλήθεια, και τούτος εδώ ήτο μαζή με αυτόν, που δικάζεται
μέσα. Διότι, όπως φαίνεται και από την προφοράν του, είναι Γαλιλαίος”.
Λουκ.
22,60 εἶπε δὲ ὁ
Πέτρος· ἄνθρωπε, οὐκ οἶδα ὃ λέγεις. καὶ
παραχρῆμα, ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ, ἐφώνησεν ἀλέκτωρ.
Λουκ. 22,60 Αλλ'ό Πετρος είπε· “άνθρωπε δεν ξέρω τι λέγεις”. Και
αμέσως, ενώ αυτός ακόμη ωμιλούσε, μίλησε ο πετεινός.
Λουκ.
22,61 καὶ στραφεὶς ὁ
Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ, καὶ ὑπεμνήσθη ὁ
Πέτρος τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, ὡς εἶπεν αὐτῷ ὅτι
πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι ἀπαρνήσῃ με τρίς·
Λουκ. 22,61 Και την στιγμήν ακριβώς εκείνην έστρεψεν ο Κυριος το
βλέμμα του και εκύτταξε βαθύτατα τον Πετρον. Και εθυμήθηκε ο Πετρος τον λόγον,
που του είπε ο Κυριος, ότι πριν λαλήση ο πετεινός, θα με απαρνηθής τρεις φορές.
Λουκ.
22,62 καὶ ἐξελθὼν
ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς.
Λουκ. 22,62 Και εξελθών τότε ο Πετρος έξω από την αυλήν του σπιτιού
του αρχιερέως έκλαψε πικρά.
Λουκ.
22,63 Καὶ οἱ ἄνδρες
οἱ συνέχοντες τὸν Ἰησοῦν ἐνέπαιζον αὐτῷ
δέροντες,
Λουκ. 22,63 Και οι άνδρες, που εφρουρούσαν τον Ιησούν τον ενέπαιζαν
και τον έδερναν.
Λουκ.
22,64 καὶ περικαλύψαντες αὐτὸν
ἔτυπτον αὐτοῦ τὸ πρόσωπον καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν
λέγοντες· προφήτευσον τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;
Λουκ. 22,64 Και αφού του εσκέπασαν ολόγυρα την κεφαλήν, δια να μη
βλέπη, τον εκτυπούσαν στο πρόσωπον και τον ερωτούσαν, λέγοντες· “είπες ότι
είσαι προφήτης· λοιπόν προφήτευσε, ποιός είναι εκείνος που σε εκτύπησε;”
Λουκ.
22,65 καὶ ἕτερα πολλὰ
βλασφημοῦντες ἔλεγον εἰς αὐτόν.
Λουκ. 22,65 Και άλλας πολλάς ύβρεις και χυδαιολογίας του έλεγαν,
βλασφημούντες αυτόν.
Λουκ.
22,66 Καὶ ὡς ἐγένετο
ἡμέρα, συνήχθη τὸ πρεσβυτέριον τοῦ λαοῦ, ἀρχιερεῖς
καὶ γραμματεῖς, καὶ ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς
τὸ συνέδριον ἑαυτῶν λέγοντες· εἰ σὺ εἶ
ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν.
Λουκ. 22,66 Και αμέσως μόλις ανέτειλεν ο ήλιος και έγινε ημέρα,
εμαζευθηκαν οι πρεσβύτεροι του λαού, οι αρχιερείς και οι γραμματείς και
ανέβασαν αυτόν εμπρός στο συνέδριόν των, λέγοντες· “εάν είσαι συ ο Χριστός, πες
μας”.
Λουκ.
22,67 εἶπε δὲ αὐτοῖς·
ἐὰν ὑμῖν εἴπω, οὐ μὴ πιστεύσητε,
Λουκ. 22,67 Ο δε Ιησούς τους είπε· “εάν σας πω τι είμαι, δεν θα
πιστεύσετε.
Λουκ.
22,68 ἐὰν δὲ καὶ
ἐρωτήσω, οὐ μὴ ἀποκριθῆτέ μοι ἢ ἀπολύσητε·
Λουκ. 22,68 Εάν δε και σας ερωτήσω, δεν θα μου απαντήσετε ούτε και
θα με αφήσετε ελεύθερον.
Λουκ.
22,69 ἀπὸ τοῦ νῦν
ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ
δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
Λουκ. 22,69 Αλλά από τώρα ο υιός του ανθρώπου θα κάθεται αιωνίως εις
τα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού”.
Λουκ.
22,70 εἶπον δὲ
πάντες· σὺ οὖν εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ;
ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη· ὑμεῖς
λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι.
Λουκ. 22,70 Είπον δε όλοι· “συ, λοιπόν, είσαι ο Υιός του Θεού;”. Ο
δε Ιησούς απήντησε εις αυτούς· “το λέγετε και σεις οι ίδιοι, ότι εγώ είμαι ο
Υιός του Θεού”.
Λουκ.
22,71 οἱ δὲ εἶπον·
τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτυρίας; αὐτοὶ γὰρ ἠκούσαμεν
ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτοῦ.
Λουκ. 22,71 Αυτοί δε είπαν· “τι μας χρειάζεται πλέον μαρτυρία;
Διότι όλοι ηκούσαμε από το στόμα του, να λέγη ότι είναι ο Υιός του Θεού. Αυτό
είναι βλασφημία, που τιμωρείται με θάνατον”. (Και έτσι η αλήθεια που τους είπε
ο Κυριος, ότι είναι ο Μεσσίας, και την οποίαν με την αγίαν διδασκαλίαν του, με
τα πρωτοφανή αναρίθμητα θαύματά του και με την Αγιωτάτην ζωήν του είχε
αποδείξει, εχρησιμοποιήθη από τους παρανόμους εκείνους δικαστάς ως αιτία της
καταδίκης του).
Λουκ.
23,1 Καὶ ἀναστὰν
ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν ἤγαγον αὐτὸν
ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον.
Λουκ. 23,1 Και αφού εσηκώθηκε όλο το πλήθος των συνέδρων,
έφεραν τον Ιησούν στον Πιλάτον.