Μου το διηγήθηκε μια γυναίκα με πανεπιστημιακή μόρφωση:
Στίς δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την
πόρτα στην Εκκλησία. Ηταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να
κοινωνήσει έναν άρρωστο.
Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως
μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Η γριούλα
ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο.
Καί να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με μόνο τον άρρωστο.
Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.
- Φύγε από εδώ! Ποιος σε εκάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.
Ο παπάς τα έχασε.
- Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με έκάλεσε η γριά!
- Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμμιά γριά!