Τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ
Ἀδελφέ, νὰ περιμένεις κάθε μέρα τὸ θάνατό σου καὶ νὰ ἑτοιμάζεσαι κατάλληλα γιὰ
τὴν πορεία ἐκείνη. Γιατὶ τὸ φοβερὸ πρόσταγμα θὰ ἔρθει ὅταν δὲν θὰ τὸ περιμένεις.
Καὶ ἀλίμονο σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ βρεθεῖ ἀνέτοιμος. Ἂν εἶσαι ἀκόμα νέος, ὁ ἐχθρὸς σοῦ
σπέρνει συχνὰ λογισμοὺς σὰν κι αὐτόν: «Νέος εἶσαι ἀκόμη. Ἀπόλαυσε τὶς ἡδονές σου,
καὶ στὰ γεράματά σου μετανοεῖς. Πόσους τάχα δὲν ξέρεις, ποὺ καὶ τὶς ἐπίγειες ἡδονὲς
ἀπόλαυσαν καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ κέρδισαν ὕστερα μὲ τὴ μετάνοια; Τί θέλεις καὶ λιώνεις
τὸ σῶμα σου ἀπὸ τόσο μικρὴ ἡλικία, μὲ κίνδυνο ν᾿ ἀρρωστήσεις;»
Ἐσὺ ὅμως ἐναντιώσου στὸν ἐχθρὸ καὶ πές του: «Διώκτη καὶ ἐχθρὲ τῆς ψυχῆς μου! Πάψε νὰ μοῦ βάζεις λόγια! Γιατὶ, ἂν μ᾿ ἁρπάξει ὁ θάνατος στὰ νιάτα μου καὶ δὲν προφτάσω νὰ γεράσω, τί θ᾿ ἀπολογηθῶ μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ;
Ἐσὺ ὅμως ἐναντιώσου στὸν ἐχθρὸ καὶ πές του: «Διώκτη καὶ ἐχθρὲ τῆς ψυχῆς μου! Πάψε νὰ μοῦ βάζεις λόγια! Γιατὶ, ἂν μ᾿ ἁρπάξει ὁ θάνατος στὰ νιάτα μου καὶ δὲν προφτάσω νὰ γεράσω, τί θ᾿ ἀπολογηθῶ μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ;