Γεν. 3,21 Καὶ ἐποίησε
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ
αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς.
Γεν. 3,21 Ο δε πανάγαθος Θεός, δια να προφυλάξη τον Αδάμ και
την γυναίκα του από τας καιρικάς μεταβολάς, κατεσκεύασε δι' αυτούς χιτώνας
δερματίνους, με τους οποίους και τους ενέδυσεν.
Γεν. 3,22 καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ
ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν· καὶ
νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ
καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ
φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.
Γεν. 3,22 Είπε δε τότε ο Τριαδικός Θεός· “ιδού ο Αδάμ έγινε
πλέον σαν ένας από ημάς με την ικανότητα να γνωρίζη καλόν και κακόν ! Και τώρα
μήπως τυχόν και απλώση το χέρι του και πάρη και φέγη από τον καρπόν του ξύλου
της ζωής και γίνη αυτός και το κακόν αθάνατον, πρέπει να εκδιωχθή από τον
παράδεισον”.
Γεν. 3,23 καὶ ἐξαπέστειλεν
αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς
τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη.
Γεν. 3,23 Και έδιωξεν ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισον της
χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται μετά κόπου την γην, από το χώμα της
οποίας είχε πλασθή το σώμα του.
Γεν. 3,24 καὶ ἐξέβαλε
τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι
τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξε τὰ
Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν
στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς.
Γεν. 3,24 Εβγαλε τον Αδάμ και τον έφερε να κατοικήση
απέναντι από τον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως. Διέταξε δε τα Χερουβιμ
και την φλογίνην ρομφαίαν, την συστρεφομένην, να φυλάσσουν την οδόν, η οποία
ωδηγούσε προς το δένδρον της ζωής.
Γεν. 4,1 Ἀδὰμ δὲ
ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ
συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν Κάϊν καὶ εἶπεν· ἐκτησάμην
ἄνθρωπον διά τοῦ Θεοῦ.
Γεν. 4,1 Ο Αδάμ εγνώρισεν ως σύζυγον την γυναίκα αυτού
την Εύαν, η οποία έμεινεν έγκυος και εγέννησε τον Καϊν. Γεμάτη δε χαράν
ανεφώνησε· “με την δύναμιν του Θεού εγέννησα άνθρωπον” !
Γεν. 4,2 καὶ προσέθηκε
τεκεῖν τὸ ἀδελφὸν αὐτοῦ, τὸν Ἄβελ.
καὶ ἐγένετο Ἄβελ ποιμὴν προβάτων, Κάϊν δὲ ἦν
ἐργαζόμενος τὴν γῆν.
Γεν. 4,2 Επειτα δε από τον Καϊν εγέννησεν η Εύα τον
αδελφόν του Αβελ. Ο Αβελ ήτο ποιμήν προβάτων, ο δε Καϊν ήτο γεωργός, καλλιεργών
την γην.
Γεν. 4,3 καὶ ἐγένετο
μεθ᾿ ἡμέρας ἤνεγκε Κάϊν ἀπὸ τῶν καρπῶν
τῆς γῆς θυσίαν τῷ Κυρίῳ,
Γεν. 4,3 Μετά τινα χρόνον ο Καϊν
προσέφερε θυσίαν στον Θεόν από τους καρπούς των αγρών του.
Γεν. 4,4 καὶ Ἄβελ ἤνεγκε
καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν
προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν.
καὶ ἐπεῖδεν ὁ Θεὸς ἐπί Ἄβελ καὶ
ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ,
Γεν. 4,4 Ο δε Αβελ προσέφερε και αυτός θυσίαν από τα
πρωτότοκα των προβάτων του και μάλιστα από τα πλέον ευτραφή και παχέα. Ο δε
Θεός είδε με ευμένειαν τον Αβελ και τα δώρα του.
Γεν. 4,5 ἐπὶ δὲ
Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ
προσέσχε. καὶ ἐλυπήθη Κάϊν λίαν, καὶ συνέπεσε τῷ προσώπῳ
αὐτοῦ.
Γεν. 4,5 Εις τον Καϊν όμως και την θυσίαν του δεν έδωσε
καμμίαν προσοχήν. Ενεκα τούτου ο Καϊν εδυσφόρησε πάρα πολύ και εσκυθρώπασε το
πρόσωπον αυτού.
Γεν. 4,6 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Κάϊν· ἵνα τί περίλυπος ἐγένου,
καὶ ἵνα τί συνέπεσε τὸ πρόσωπόν σου;
Γεν. 4,6 Ηρώτησε Κυριος ο Θεός τον Καιν· “διατί έγινες
περίλυπος και κατέβασες οργισμένος τα μούτρα σου;
Γεν. 4,7 οὐκ ἐὰν
ὀρθῶς προσενέγκῃς, ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς,
ἥμαρτες; ἡσύχασον· πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ
αὐτοῦ, καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ.
Γεν. 4,7 Δεν γνωρίζεις ότι εάν προσφέρης δώρα ως θυσίαν
στον αληθινόν Θεόν, δεν εκλέξης όμως τα καλά δώρα εις ένδειξιν ευλαβείας,
αμαρτάνεις ενώπιον του Θεού; Αλλά ησύχασε· το κακόν είναι εις την εξουσίαν σου
και δύνασαι αν θέλης να το νικήσης”.
Παρ. 3,34 Κύριος ὑπερηφάνοις
ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσιν χάριν.
Παρ. 3,34 Ο Κυριος αντιτάσσεται εναντίον των υπερηφάνων, εις
δε τους ταπεινούς δίδει την ευμένειαν και προστασίαν του.
Παρ. 3,35 δόξαν σοφοὶ
κληρονομήσουσιν, οἱ δὲ ἀσεβεῖς ὕψωσαν ἀτιμίαν.
Παρ. 3,35 Οι κατά Θεόν σοφοί θα κληρονομήσουν και θα
αποκτήσουν δόξαν παρά Θεού και ανθρώπων. Αντιθέτως όμως οι ασεβείς θα
συσσωρεύσουν εις βάρος των φανερόν τον εξευτελισμόν και την καταισχύνην.
Παρ. 4,1 Ἀκούσατε, παῖδες,
παιδείαν πατρὸς καὶ προσέχετε γνῶναι ἔννοιαν·
Παρ. 4,1 Παιδιά μου, ακούστε με προσοχήν την διδασκαλίαν
του πατρός σας και προσέχετε, ώστε να εννοήτε το ορθόν εις κάθε πτερίστασιν.
Παρ. 4,2 δῶρον γὰρ ἀγαθὸν
δωροῦμαι ὑμῖν, τὸν ἐμὸν νόμον μὴ ἐγκαταλίπητε.
Παρ. 4,2 Διότι εγώ χαρίζω πνευματικήν δωρεάν και εντολήν,
κατ' εξοχήν ωφέλιμον εις σας· να μη αφήσετε ποτε τον θείον νόμον.
Παρ. 4,3 υἱὸς γὰρ
ἐγενόμην κἀγὼ πατρὶ ὑπήκοος καὶ ἀγαπώμενος
ἐν προσώπῳ μητρός,
Παρ. 4,3 Διότι και εγώ ήμουνα, κάποτε παιδί υπάκουον στον πατέρα
μου και αγαπητόν εις την μητέρα μου.
Παρ. 4,4 οἳ ἐδίδασκόν
με καὶ ἔλεγον· ἐρειδέτω ὁ ἡμέτερος λόγος εἰς
σὴν καρδίαν· φύλασσε ἐντολάς, μὴ ἐπιλάθῃ
Παρ. 4,4 Αυτοί οι γονείς μου με εδίδασκαν και με
συνεβούλευαν. “Ας εντυπωθή ο λόγος μας εις την καρδίαν σου. Φυλασσε πάντοτε τας
εντολάς του Θεού. Μη τας λησμονήσης ποτέ.
Παρ. 4,5 μηδὲ παρίδῃς
ῥῆσιν ἐμοῦ στόματος,
Παρ. 4,5 Μη παραβλέψης και μη αδιαφορήσης εις τα στοργικά
λόγια του στόματος εμού του πατρός σου.
Παρ. 4,6 μηδὲ ἐγκαταλίπῃς
αὐτήν, καὶ ἀνθέξεταί σου· ἐράσθητι αὐτῆς,
καὶ τηρήσει σε·
Παρ. 4,6 Μη εγκαταλείψης ποτέ αυτήν την διδασκαλίαν μου και
αυτή θα σε υποστηρίξη, ώστε να μη πέσης. Αγάπησε με πάθος αυτήν και αυτή θα σε
προφυλάξη από πτώσεις και κινδύνους.
Παρ. 4,8 περιχαράκωσον αὐτήν,
καὶ ὑψώσει σε· τίμησον αὐτήν, ἵνα σε περιλάβῃ,
Παρ. 4,8 Περιφρούρησέ την, κράτησέ την ανόθευτον και ασφαλή
και αυτή θα σε δοξάση. Τιμησέ την και αυτή θα σε περιλάβη εις την αγκάλην της
με στοργήν,
Παρ. 4,9 ἵνα δῷ τῇ
σῇ κεφαλῇ στέφανον χαρίτων, στεφάνῳ δὲ τρυφῆς ὑπερασπίσῃ
σου.
Παρ. 4,9 δια να χαρίση στο κεφάλι σου στέφανον από χάριτας
και αρετάς. Αυτό δε το στεφάνι, θα είναι χαρά και ευχαρίστησις δια σέ, θα σε
υπερασπίζη και θα σε προστατεύη εις όλην σου την ζωήν”.
Παρ. 4,10 Ἄκουε, υἱέ,
καὶ δέξαι ἐμοὺς λόγους, καὶ πληθυνθήσεται ἔτη ζωῆς
σου, ἵνα σοι γένωνται πολλαὶ ὁδοὶ βίου·
Παρ. 4,10 Και η σοφία προσθέτει· Ακουσε, παιδί μου, και δέξαι
τα λόγια μου και τα έτη της ζωής σου θα πληθυνθούν. Θα ανοιχθούν δε ενώπιόν σου
πολλοί δρόμοι, τρόποι ζωής ευτυχισμένης και ειρηνικής.
Παρ. 4,11 ὁδοὺς γὰρ
σοφίας διδάσκω σε, ἐμβιβάζω δέ σε τροχιαῖς ὀρθαῖς.
Παρ. 4,11 Διότι εγώ θα σε διδάξω σοφούς τρόπους και πορείας
της ζωής σου και θα σε βάζω να προχωρής πάντοτε εις δρόμους ευθείς, ομαλούς και
ασφαλείς.
Παρ. 4,12 ἐὰν γὰρ
πορεύῃ, οὐ συγκλεισθήσεταί σου τὰ διαβήματα, ἐὰν
δὲ τρέχῃς οὐ κοπιάσεις.
Παρ. 4,12 Οταν δε προχωρής ετσι εις την ζωήν σου, δεν θα
εμποδίζωνται τα βήματά σου, θα βαδίζης με άνεσιν. Εάν δε και τρέχης εις
υπερπήδησιν εμποδίων, δεν θα κοπιάσης.
Παρ. 4,13 ἐπιλαβοῦ ἐμῆς
παιδείας, μὴ ἀφῇς, ἀλλὰ φύλαξον αὐτὴν
σεαυτῷ εἰς ζωήν σου.
Παρ. 4,13 Κράτησε καλά και κάμε κτήμα σου την ιδικήν μου
παιδαγωγίαν και μη την αφήσης, αλλά φύλαξέ την προς το συμφέρον σου, δια να
έχης μακράν και ευτυχισμένην ζωήν.
Παρ. 4,14 ὁδοὺς ἀσεβῶν
μὴ ἐπέλθῃς, μηδὲ ζηλώσῃς ὁδοὺς
παρανόμων·
Παρ. 4,14 Μη ακολουθήσης τους δρόμους και τους τρόπους της
συμπεριφοράς των αμαρτωλών, ούτε να ζηλέψης τας οδούς των παρανόμων.
Παρ. 4,15 ἐν ᾧ ἂν
τόπῳ στρατοπεδεύσωσι, μὴ ἐπέλθῃς ἐκεῖ, ἔκκλινον
δὲ ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ παράλλαξον.
Παρ. 4,15 Μη μεταβής εις τόπον, όπου αυτοί θα κατασκηνώσουν,
αλλά λοξοδρόμησε μακράν από αυτούς και στρέψε αλλού την πορείαν της ζωής σου.
Παρ. 4,16 οὐ γὰρ μὴ
ὑπνώσωσιν, ἐὰν μὴ κακοποιήσωσιν, ἀφῄρηται ὁ
ὕπνος αὐτῶν, καὶ οὐ κοιμῶνται·
Παρ. 4,16 Διότι οι ασεβείς δεν θα κλείσουν μάτι, εάν δεν
κάμουν το κακόν. Εξ αιτίας των ελέγχων της συνειδήσεώς των και της νοσηράς
επιθυμίας των δια το κακόν, ο ύπνος έχει χαθή από αυτούς και δεν κοιμώνται.
Παρ. 4,17 οἵδε γὰρ
σιτοῦνται σῖτα ἀσεβείας, οἴνῳ δὲ παρανόμῳ
μεθύσκονται.
Παρ. 4,17 Διότι αυτοί τρώγουν τροφός, τας οποίας απέκτησαν μα
αδικίας, και μεθύουν με κρασί, το οποίον επήραν με τας παρανομίας των.
Παρ. 4,18 αἱ δὲ ὁδοὶ
τῶν δικαίων ὁμοίως φωτὶ λάμπουσι, προπορεύονται καὶ
φωτίζουσιν, ἕως κατορθώσῃ ἡ ἡμέρα·
Παρ. 4,18 Εξ αντιθέτου όμως η ζωή και η συμπεριφορά των
δικαίων και εναρέτων ανθρώπων είναι ολόλαμπρος ωσάν το φως. Βαδίζουν εμπρός οι
δίκαιοι και φωτίζουν με το παράδειγμά των και με τα λόγια των πάντοτε, έως ότου
έλθη η ημέρα της πλήρους λαμπρότητος και δόξης των.
Παρ. 4,19 αἱ δὲ ὁδοὶ
τῶν ἀσεβῶν σκοτειναί, οὐκ οἴδασι πῶς
προσκόπτουσιν.
Παρ. 4,19 Οι δρόμοι όμως και η συμπεριφορά των ασεβών είναι
σκοτεινοί και σκοντάπτουν αυτοί συνεχώς, χωρίς και οι ίδιοι να καταλάβουν πως.
Παρ. 4,20 Υἱέ, ἐμῇ
ῥήσει πρόσεχε, τοῖς δὲ ἐμοῖς λόγοις παράβαλλε σὸν
οὖς,
Παρ. 4,20 Παιδί μου, πρόσεχε εις τα λόγια μου. Πλησίασε και
βάλε το αυτί σου κοντά στους λόγους μου,
Παρ. 4,21 ὅπως μὴ ἐκλίπωσί
σε αἱ πηγαί σου, φύλασσε αὐτὰς ἐν καρδίᾳ·
Παρ. 4,21 δια να μη στειρεύσουν και χαθούν αι ζωογόνοι αυταί
των λόγων μου πηγαί σου, φύλαξε αυτάς, ως πολύτιμον θησαυρόν, εις την καρδίαν
σου,
Παρ. 4,22 ζωὴ γάρ ἐστι
τοῖς εὑρίσκουσιν αὐτὰς καὶ πάσῃ σαρκὶ
ἴασις.
Παρ. 4,22 διότι αι ζωογόνοι αυταί πηγαί της θείας αληθείας και
σοφίας γίνονται αιτία ευτυχισμένης ζωής εις εκείνους, που τας ευρίσκουν, και
αποβαίνουν δια πάντα άνθρωπον ριζική και αποτελεσματική θεραπεία από κάθε
κακόν.
Ησ. δ΄2-6, ε΄1-7
Ησ. 4,2 Τῇ δὲ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ ἐπιλάμψει ὁ Θεὸς ἐν βουλῇ μετὰ
δόξης ἐπὶ τῆς γῆς τοῦ ὑψῶσαι καὶ
δοξάσαι τὸ καταλειφθὲν τοῦ Ἰσραήλ·
Ησ. 4,2 Μετά τας συμφοράς όμως αυτάς και κατά την
εποχήν εκείνην του Μεσσίου θα λάμψη από τον ουρανόν επάνω εις την γην ο θεός με
σοφίαν και δόξαν, δια να υψώση και δοξάση τους απομείναντας πιστούς εις αυτόν
Ισραηλιτας.
Ησ. 4,3 καὶ ἔσται
τὸ ὑπολειφθὲν ἐν Σιών, καὶ τὸ καταλειφθὲν
ἐν Ἱερουσαλὴμ ἅγιοι κληθήσονται, πάντες οἱ
γραφέντες εἰς ζωὴν ἐν Ἱερουσαλήμ·
Ησ. 4,3 Και τότε οι απομείναντες στο όρος Σιών και οι
απολειφθέντες εις την Ιερουσαλήμ Ιουδαίοι θα ονομασθούν άγιοι, όλοι όσοι έχουν
γραφή στο βιβλίον της ζωής εν Ιερουσαλήμ.
Ησ. 4,4 ὅτι ἐκπλυνεῖ
Κύριος τὸν ῥύπον τῶν υἱῶν καὶ τῶν
θυγατέρων Σιὼν καὶ τὸ αἷμα ἐκκαθαριεῖ ἐκ
μέσου αὐτῶν ἐν πνεύματι κρίσεως καὶ πνεύματι καύσεως.
Ησ. 4,4 Διότι τότε θα ξεπλύνη εντελώς ο Κυριος τον
ηθικόν ρύπον από τους υιούς και τας θυγατέρας της Ιερουσαλήμ και θα καθαρίση το
αθώον αίμα, που εχύθη μεταξύ αυτών με καταδικαστικήν κρίσιν, με φλόγα πυρκαϊάς.
Ησ. 4,5 καὶ ἥξει,
καὶ ἔσται πᾶς τόπος τοὺς ὄρους Σιὼν καὶ
πάντα τὰ περικύκλῳ αὐτῆς σκιάσει νεφέλη ἡμέρας καὶ
ὡς καπνοῦ καὶ ὡς φωτὸς πυρὸς καιομένου
νυκτός, καὶ πάσῃ τῇ δόξῃ σκεπασθήσεται·
Ησ. 4,5 Θα έλθη ο Κυριος, και τότε ολόκληρος ο τόπος
του όρους της Σιών και όλα τα γύρω από την πόλιν Ιερουσαλήμ, θα σκιάζωνται από
δροσεράν νεφέλην κατά το διάστημα της ημέρας, κατά δε την νύκτα θα φωτίζωνται
ωσάν από φως πυρκαϊάς, που θα αντιφεγγίζεται από τον αναβαίνοντα καπνόν. Ολος
αυτός ο τόπος θα σκεπασθή από την μεγαλειώδη δόξαν του Κυρίου.
Ησ. 4,6 καὶ ἔσται
εἰς σκιὰν ἀπὸ καύματος καὶ ἐν σκέπῃ
καὶ ἐν ἀποκρύφῳ ἀπὸ σκληρότητος καὶ ὑετοῦ.
Ησ. 4,6 Ολοι και όλα, όσα υπάρχουν υπό την δροσεράν
σκιαν της νεφέλης, θα προστατεύονται από το καύμα του ηλίου, θα σκεπάζωνται από
τας ραγδαίας καταστρεπτικάς βροχάς, θα ευρίσκωνται εις ασφάλειαν και θα ζουν με
άνεσιν.
Ησ. 5,1 Ἄσω δὴ τῷ
ἠγαπημένῳ ἆσμα τοῦ ἀγαπητοῦ μου τῷ ἀμπελῶνί
μου. ἀμπελὼν ἐγενήθη τῷ ἠγαπημένῳ ἐν
κέρατι, ἐν τόπῳ πίονι.
Ησ. 5,1 Θα ψάλω, λοιπόν, εγώ στον αγαπημενόν μου
αμπελώνα, τον ισραηλιτικον λαόν, άσμα του αγαπητού μου Κυρίου. Ο ηγαπημένος
Κυριος απέκτησεν άμπελον εις κάποιον λόφον, εις τόπον παχύν και εύφορον.
Ησ. 5,2 καὶ φραγμὸν
περιέθηκα καὶ ἐχαράκωσα καὶ ἐφύτευσα ἄμπελον Σωρὴχ
καὶ ὠκοδόμησα πύργον ἐν μέσῳ αὐτοῦ καὶ
προλήνιον ὤρυξα ἐν αὐτῷ· καὶ ἔμεινα τοῦ
ποιῆσαι σταφυλήν, ἐποίησε δὲ ἀκάνθας.
Ησ. 5,2 Εθεσα ολόγυρα φράκτην, έσκαψα τάφρον, εφύτευσα
εκλεκτά κλήματα του είδους Σωρήχ, έκτισα πύργον στο μέσον της αμπέλου αυτής,
έσκαψα φρεάτιον δια να πίπτη εις αυτό ο μούστος και περίμενα να παραγάγη
σταφύλια, αυτή όμως παρήγαγεν ακάνθας.
Ησ. 5,3 καὶ νῦν,
οἱ ἐνοικοῦντες ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἄνθρωπος
τοῦ Ἰούδα, κρίνατε ἐν ἐμοὶ καὶ ἀναμέσον
τοῦ ἀμπελῶνός μου.
Ησ. 5,3 Και τώρα σεις, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, οι
άνθρωποι της φυλής Ιούδα, κρίνατε και δικάσατε μεταξύ εμού και του αμπελώνός
μου.
Ησ. 5,4 τί ποιήσω ἔτι
τῷ ἀμπελῶνί μου καὶ οὐκ ἐποίησα αὐτῷ;
διότι ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι σταφυλήν, ἐποίησε δὲ ἀκάνθας.
Ησ. 5,4 Τι υπολείπεται να κάμω ακόμη δια την άμπελόν
μου αυτήν και τι έως τώρα δεν έκαμα δ' αυτήν; Εκαμα τα πάντα, δια να
καρποφορήση αυτή σταφυλάς. Εκείνη δε έκαμεν αγκάθια!
Ησ. 5,5 νῦν δὲ ἀναγγελῶ
ὑμῖν τί ἐγὼ ποιήσω τῷ ἀμπελῶνί
μου· ἀφελῶ τὸν φραγμὸν αὐτοῦ καὶ
ἔσται εἰς διαρπαγήν, καὶ καθελῶ τὸν τοῖχον
αὐτοῦ καὶ ἔσται εἰς καταπάτημα·
Ησ. 5,5 Τωρα, λοιπόν, εγώ θα καταστήσω γνωστόν εις σας,
τι θα κάμω εις την άμπελόν μου. Θα αφαιρέσω τον φράκτην αυτής και θα είναι
εκτεθειμένη εις διαρπαγήν. Θα κρημνίσω τον τοίχον της και θα καταπατήται από
τους ανθρώπους και τα ζώα.
Ησ. 5,6 καὶ ἀνήσω
τὸν ἀμπελῶνά μου καὶ οὐ τμηθῇ οὐδὲ
μὴ σκαφῇ, καὶ ἀναβήσονται εἰς αὐτὸν ὡς
εἰς χέρσον ἄκανθαι· καὶ ταῖς νεφέλαις ἐντελοῦμαι
τοῦ μὴ βρέξαι εἰς αὐτὸν ὑετόν.
Ησ. 5,6 Θα εγκαταλείψω την άμπελόν μου, δεν θα κλαδευθή
πλέον, ούτε θα σκαφθή, και έτσι τα αγκάθια θα ανεβούν γύρω και επάνω της ως εις
χέρσον και ακαλλιέργητον τόπον. Θα διατάξω τα σύννεφα να μη βρέξουν πλέον εις
αυτήν πστιστικήν βροχήν.
Ησ. 5,7 ὁ γὰρ ἀμπελῶν
Κυρίου σαβαὼθ οἶκος τοῦ Ἰσραήλ ἐστι καὶ ἄνθρωπος
τοῦ Ἰούδα νεόφυτον ἠγαπημένον· ἔμεινα τοῦ
ποιῆσαι κρίσιν, ἐποίησε δὲ ἀνομίαν καὶ οὐ
δικαιοσύνην, ἀλλὰ κραυγήν.
Ησ. 5,7 Ο αμπελών αυτός του Κυρίου των δυνάμεων είναι ο
ισραηλιτικος λαός. Είναι οι άνθρωποι της φυλής του Ιούδα, νέα γενεά ηγαπημένη.
Επερίμενα από αυτήν να καρποφορήση δικαιοσύνην και αρετήν, αυτή όμως έκαμε
παρανομίαν και όχι δικαιοσύνην, με αποτέλεσμα να ακούεται εκεί κραυγή
αδικουμένων.