Ἔχουν πολλὰ εἰπωθεῖ καὶ γραφτεῖ γιὰ τὸν Ὅσιο, ὑπάρχει ἕνας
πληθωρισμός λόγου, καὶ ἕνας συνωστισμός, γιὰ τὸ ποιὸς θὰ μιλήσει, ποιὸς
θὰ ἐκδώσει, ποιὸς θὰ ἐγκωμιάσει τὸν γέροντα. Ὡστόσο, κινδυνεύει τὸ
πέλαγος αὐτὸ τοῦ τυπωμένου λόγου νὰ σταθεῖ ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ τὴ ζωντανὴ
φωνή του. Ὑπάρχουν μάλιστα πολλοί, ποὺ ἔχουν στὸ στόμα τους τὰ λόγια
τοῦ γέροντος, καὶ τὰ καταργοῦν μὲ τὴ ζωή τους.
Θὰ περιοριστῶ ἐδῶ σὲ μιὰ σχετικὰ ἀδημοσίευτη πτυχὴ τῆς ζωῆς του, ποὺ
εἶναι ἡ σχέση του μὲ τὸ μοναστήρι του, καὶ ἡ κληρονομιὰ ποὺ ἄφησε στὴν
ἀδελφότητα.
Τὸ 1979, στὴ θερμὴ ἱκεσία τοῦ γέροντος νὰ τοῦ δώσει ὁ Θεὸς τόπο νὰ
ἀναπαυθεῖ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του, ἡ Φοβερὰ Προστασία τοῦ χάρισε
τὴν Παναγούδα. Στὴ δική μας ἱκεσία, σὲ μέρες δραματικές, καὶ βάσανα σὰν
ἀφρισμένα κύματα, ἡ Φοβερὰ Προστασία ἔφερε στὴν Μονή μας τὸν γέροντα.
Ἐκεῖ, κοντὰ στὴν πύλη τοῦ Κουτλουμουσίου, τὸν συνάντησα, νέος τότε
ἡγούμενος, καθὼς ἐκεῖνος πορευόταν μὲ προορισμὸ τὰ Κατουνάκια, ὅπου τοῦ
ἔλεγε ὁ λογισμὸς νὰ ἐγκατασταθεῖ καὶ νὰ συνεχίσει τὸν ἀγῶνα του.