Ποιὰ ἦταν –ποιὰ εἶναι καὶ σήμερα– ἡ φωνή τοῦ ὁσίου Γέροντος; Ποιὰ
εὐωδία ἀνέδιδε –καὶ ἀναδίδει ἀκόμα– ἡ παρουσία του στὴ μονή μας, στὴν
ἀδελφότητά μας, καὶ σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους; Ποιὰ εἶναι ἐν
τέλει ἡ κληρονομιὰ ποὺ μᾶς ἄφησε; Ξεχώρισα τέσσερα συναφῆ
χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα δὲν τονίζονται ὅσο θὰ ἔπρεπε στὶς ἀναφορὲς γιὰ
τὸ πρόσωπό του.
Πρῶτον, εἶναι ἡ ἐπίγνωση, ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν αὐτογνωσία. Σὲ μιὰ
ἐποχὴ ποὺ ἡ θεολογία τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τοῦ ἀκτίστου φωτὸς εἶχε
ἀρχίσει νὰ παίρνει μορφὴ μόδας, καὶ ἀπὸ ἀληθινὴ ἐμπειρία νὰ γίνεται
«φιλολογίες ἐξωτερικοῦ ἀνθρώπου» ἀπὸ μοναχοὺς καὶ κοσμικοὺς ποὺ νομίζουν
ὅτι μὲ τὸ διάβασμα καὶ τὰ σχήματα εὐσεβείας γίνονται ἰσοστάσιοι τῶν
νηπτικῶν Ἁγίων, ἦλθε ὁ γέροντας νὰ μᾶς προσγειώσει, καὶ νὰ μᾶς τονίσει
ὅτι πρέπει νὰ στοχεύσουμε στὴ μετάνοια, στὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, κι ὄχι
σὲ φῶτα καὶ θεῖες δωρεές.