Α Τιμ. 5,11 νεωτέρας δὲ χήρας
παραιτοῦ· ὅταν γὰρ καταστρηνιάσωσι τοῦ Χριστοῦ,
γαμεῖν θέλουσιν,
Α Τιμ. 5,11 Νεωτέρας όμως χήρας να μη τας δέχεσαι εις την τάξιν
των διακονισσών, διότι όταν κυριευθούν από επιθυμίας και πόθους σαρκικής ζωής,
αφανίζεται η αγάπη των προς τον Χριστόν και θέλουν να υπανδρευθούν.
Α Τιμ. 5,12 ἔχουσαι κρῖμα,
ὅτι τὴν πρώτην πίστιν ἠθέτησαν·
Α Τιμ. 5,12 Αυταί δε επωμίζονται ευθύνην και καταδίκην, διότι την
πρώτην αυτών υπόσχεσιν, ότι θα μένουν πισταί στον Χριστόν, την κατεπάτησαν.
Α Τιμ. 5,13 ἅμα δὲ καὶ
ἀργαὶ μανθάνουσι περιερχόμεναι τὰς οἰκίας, οὐ
μόνον δὲ ἀργαί, ἀλλὰ καὶ φλύαροι καὶ
περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα.
Α Τιμ. 5,13 Συγχρόνως δε αι νεώτεραι αυταί χήραι μανθάνουν να
είναι αργαί και να περιέρχωνται τα διάφορα σπίτια. Και είναι όχι μόνον αργαί,
αλλά και φλύαροι και περίεργοι, λέγουσαι εκείνά που δεν πρέπει.
Α Τιμ. 5,14 βούλομαι οὖν
νεωτέρας γαμεῖν, τεκνογονεῖν, οἰκοδεσποτεῖν, μηδεμίαν ἀφορμὴν
διδόναι τῷ ἀντικειμένῳ λοιδορίας χάριν.
Α Τιμ. 5,14 Προς αποφυγήν, λοιπόν, αυτών των κινδύνων, θέλω αι
νεώτεραι χήραι να υπανδρεύωνται, να αποκτον και να τρέφουν τα παιδιά των, να
γίνωνται καλαί νοικοκυραί, ώστε να μη δίδουν καμμίαν αφορμήν στον εχθρόν της
πίστεως, να εμπαίζη αυτάς και την πίστιν μας.
Α Τιμ. 5,15 ἤδη γάρ τινες ἐξετράπησαν
ὀπίσω τοῦ σατανᾶ.
Α Τιμ. 5,15 Διότι, και τώρα που σου γράφω αυτά, μερικαί
παρεξετράπησαν εις αμαρτωλήν ζωήν οπίσω από τον σατανά.
Α Τιμ. 5,16 εἴ τις πιστὸς
ἢ πιστὴ ἔχει χήρας, ἐπαρκείτω αὐταῖς, καὶ
μὴ βαρείσθω ἡ ἐκκλησία, ἵνα ταῖς ὄντως
χήραις ἐπαρκέσῃ.
Α Τιμ. 5,16 Εάν κανείς πιστός η καμμιά πιστή έχη στο σπίτι του
πτωχάς και εναρέτους χήρας, να παρέχη εις αυτάς ο,τι χρειάζεται δια την
συντήρησίν των και ας μη επιβαρύνεται η Εκκλησία, δια να βοηθή άλλας
πραγματικάς και απροστατεύτους χήρας.
Α Τιμ. 5,17 Οἱ καλῶς
προεστῶτες πρεσβύτεροι διπλῆς τιμῆς ἀξιούσθωσαν,
μάλιστα οἱ κοπιῶντες ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλίᾳ·
Α Τιμ. 5,17 Οι πρεσβύτεροι, οι οποίοι προΐστανται κατά τρόπον
καλόν και φροντίζουν και κοπιάζουν δια το ποίμνιόν των, ας κρίνωνται άξιοι
μεγαλυτέρας αμοιβής, μάλιστα δε εκείνοι που κοπιάζουν στο κήρυγμα και την
διδασκαλίαν.
Α Τιμ. 5,18 λέγει γὰρ ἡ
γραφή· βοῦν ἀλοῶντα οὐ φιμώσεις· καί· ἄξιος
ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ.
Α Τιμ. 5,18 Διότι και η Αγία Γραφή λέγει· “δεν θα δέσης και δεν
θα κλείσης το στόμα του βωδιού, που αλωνίζει”· και “ο εργάτης είναι άξιος του
μισθού του”.
Α Τιμ. 5,19 κατὰ πρεσβυτέρου
κατηγορίαν μὴ παραδέχου, ἐκτὸς εἰ μὴ ἐπὶ
δύο ἢ τριῶν μαρτύρων.
Α Τιμ. 5,19 Μη δέχεσαι και μην υιοθετής κατηγορίαν εναντίον
πρεσβυτέρου, παρά μόνον όταν επιβεβαιώνεται με την μαρτυρίαν δύο η τριών
μαρτύρων.
Α Τιμ. 5,20 τοὺς ἁμαρτάνοντας
ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ
φόβον ἔχωσι.
Α Τιμ. 5,20 Αυτούς που συνεχώς αμαρτάνουν, χωρίς να έχουν
προθυμίαν διορθώσεως, να τους ελέγχης ενώπιον όλων, δια να έχουν και οι άλλοι
φόβον.
Α Τιμ. 5,21 διαμαρτύρομαι ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ
τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων, ἵνα ταῦτα φυλάξῃς,
χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν.
Α Τιμ. 5,21 Σε εξορκίζω ενώπιον του Θεού και του Κυρίου Ιησού
Χριστού και των εκλεκτών αγγέλων να φυλάξης αυτά, που σου γράφω χωρίς καμμίαν προκατάληψιν
και χωρίς να κάμνης τίποτε κινούμενος από ευμενή προδιάθεσιν της καρδίας σου
προς τους πταίστας.
Λουκ.
19,45 Καὶ εἰσελθὼν
εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς
πωλοῦντας ἐν αὐτῷ καὶ ἀγοράζοντας
Λουκ. 19,45 Και όταν εισήλθεν εις την αυλήν του ναού, ήρχισε να
βγάζη έξω εκείνους, που πωλούσαν και αγόραζαν εκεί,
Λουκ.
19,46 λέγων αὐτοῖς·
γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς ἐστιν·
ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν.
Λουκ. 19,46 λέγων προς αυτούς· “έχει γραφή από τους προφήτας κατ'
έμπνευσιν Θεού, ότι ο οίκος μου είναι οίκος προσευχής. Σεις όμως τον εκάματε
σπήλαιον ληστών, δια να ληστεύετε και κλέπτετε τους άλλους με τας απάτας και τα
ψέματά σας”.
Λουκ.
19,47 Καὶ ἦν διδάσκων τὸ
καθ᾿ ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ· οἱ δὲ
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἐζήτουν αὐτὸν
ἀπολέσαι καὶ οἱ πρῶτοι τοῦ λαοῦ,
Λουκ. 19,47 Και εδίδασκε, όπως συνήθως, κάθε ημέραν στο ιερόν. Οι
δε αρχιερείς και οι γραμματείς και οι άρχοντες του λαού εζητούσαν να τον
εξοντώσουν.
Λουκ.
19,48 καὶ οὐχ εὕρισκον
τὸ τί ποιήσουσιν· ὁ λαὸς γὰρ ἅπας ἐξεκρέματο
αὐτοῦ ἀκούων.
Λουκ. 19,48 Και δεν κατώρθωναν να εύρουν τι να κάμουν, δια να
φέρουν εις πέρας το κακούργον σχέδιόν των, διότι ο λαός με πολύ θαυμασμόν και
ευλάβειαν εκρέματο από το στόμα του ακούων την διδασκαλίαν του.