Ἀπόστολος: ( Α΄ Θεσ. β΄ 1 - 8 )
Α Θεσ. 2,1 Αὐτοὶ γὰρ
οἴδατε, ἀδελφοί, τὴν εἴσοδον ἡμῶν τὴν
πρὸς ὑμᾶς ὅτι, οὐ κενὴ γέγονεν,
Α Θεσ. 2,1 Περί του έργου μας εις την Θεσσαλονίκην δεν έχω
ανάγκην να σας γράψω· διότι, αδελφοί, σεις οι ίδιοι γνωρίζετε καλά, ότι η
έλευσίς μας εις σας δεν υπήρξε ματαία και ανωφελής,
Α Θεσ. 2,2 ἀλλὰ
προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες, καθὼς οἴδατε, ἐν
Φιλίπποις, ἐπαῤῥησιασάμεθα ἐν τῷ Θεῷ ἡμῶν
λαλῆσαι πρὸς ὑμᾶς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ
Θεοῦ ἐν πολλῷ ἀγῶνι.
Α Θεσ. 2,2 αλλά, μολονότι προηγουμένως είχομεν κακοποιηθή και
ταλαιπωρηθή στους Φιλίππους, όπως άλλωστε και σεις γνωρίζετε, εν τούτοις χωρίς
κανένα δισταγμόν, αλλά με θάρρος και τόλμην, που μας τα ενέπνεε ο Θεός ημών,
εκηρύξαμεν εις σας το Ευαγγέλιον του Θεού, εν μέσω βέβαια πολλού και μεγάλου αγώνος
εξ αιτίας του διωγμού, που εξήγειραν εναντίον μας οι Εβραίοι.
Α Θεσ. 2,3 ἡ γὰρ
παράκλησις ἡμῶν οὐκ ἐκ πλάνης οὐδὲ ἐξ
ἀκαθαρσίας, οὔτε ἐν δόλῳ,
Α Θεσ. 2,3 Και είχαμεν αυτό το θάρρος, διότι το χαροποιόν και
ενυσχυτικόν εις την νέαν ζωήν κήρυγμά μας δεν προήρχετο από πλάνην, αλλ' από
αυτόν τον Θεόν της αληθείας, ούτε από ψυχήν ακάθαρτον εκ της αμαρτίας και
ιδιοτελείας, αλλ' από καρδίαν αγνήν, καθαράν και γεμάτην ανιδιοτελή αγάπην·
ούτε είχε κανένα δόλον και δόλιον σκοπόν, αλλ' είχε την ευθύτητα και την
ειλικρίνειαν.
Α Θεσ. 2,4 ἀλλὰ καθὼς
δεδοκιμάσμεθα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πιστευθῆναι τὸ εὐαγγέλιον,
οὕτω λαλοῦμεν, οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες,
ἀλλὰ τῷ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν.
Α Θεσ. 2,4 Αλλά, όπως ακριβώς έχομεν ευρεθή από τον Θεόν δόκιμοι
και άξιοι να μας εμπιστευθή το Ευαγγέλιον του, έτσι και το διδάσκομεν· δεν
επιδιώκομεν να αρέσωμεν στους ανθρώπους, αλλά να αρέσωμεν στον Θεόν, ο οποίος
βλέπει και εξετάζει όχι μόνον τα εξωτερικά έργα, αλλά και τας καρδίας μας.
Α Θεσ. 2,5 οὔτε γάρ ποτε ἐν
λόγῳ κολακείας ἐγενήθημεν, καθὼς οἴδατε, οὔτε ἐν
προφάσει πλεονεξίας, Θεὸς μάρτυς,
Α Θεσ. 2,5 Διότι, όπως και σεις οι ίδιοι πάλιν ξεύρετε, ούτε
ποτέ εχρησιμοποιήσαμεν λόγους καλακείας, δια να παρασύρωμεν με το μέρος μας και
προς ωφέλειαν μας κανένα, ούτε εξεμεταλλεύθημεν το κήρυγμα ως πρόφασιν, δια να
κερδήσωμεν χρήματα. Μαρτυς μου είναι ο Θεός.
Α Θεσ. 2,6 οὔτε ζητοῦντες
ἐξ ἀνθρώπων δόξαν, οὔτε ἀφ᾿ ὑμῶν οὔτε
ἀπὸ ἄλλων, δυνάμενοι ἐν βάρει εἶναι ὡς
Χριστοῦ ἀπόστολοι,
Α Θεσ. 2,6 Ούτε δια του κηρύγματος εζητήσαμεν δόξαν και τιμήν εκ
μέρους των ανθρώπων, ούτε από σας τους ιδίους ούτε από άλλους, καίτοι
ημπορούσαμεν με το κύρος και την εξουσίαν, που έχομεν ως Απόστολοι του Χριστού,
να επιζητήσωμεν και να επιτύχωμεν δόξαν εκ μέρους των ανθρώπων.
Α Θεσ. 2,7 ἀλλ᾿ ἐγενήθημεν
ἤπιοι ἐν μέσῳ ὑμῶν, ὡς ἂν τροφὸς
θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα·
Α Θεσ. 2,7 Αλλ' υπήρξαμεν πράοι και απλοί μεταξύ σας, εφέρθημεν
με καλωσύνην και στοργήν, όπως μια καλή μητέρα που περιθάλπει τα παιδιά της.
Α Θεσ. 2,8 οὕτως ὁμειρόμενοι
ὑμῶν εὐδοκοῦμεν μεταδοῦναι ὑμῖν οὐ
μόνον τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ
τὰς ἑαυτῶν ψυχάς, διότι ἀγαπητοὶ ἡμῖν
γεγένησθε.
Α Θεσ. 2,8 Ακριβώς σαν στοργική μετέρα τόσον ενθέρμως σας
αγαπώμεν και σας ποθούμεν, ώστε έχομεν όλην την αγαθήν διάθεσιν και προθυμίαν
να μεταδώσωμεν εις σας όχι μόνον το Ευαγγέλιον του Θεού, αλλά και τας ψυχάς
μας, διότι μας έχετε γίνει αγαπητοί.