Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Ἁγιογραφικό Ἀνάγνωσμα τῆς Τετάρτης 1 Μαρτίου


  Γεν. α΄24- β΄3 
Γεν. 1,24           Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος. καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,24                   Και είπεν ο Θεός· “ας βγάλη η γη ζώα διαφόρων ειδών, τετράποδα και ερπετά και θηρία της ξηράς, το καθένα κατά το είδος του”. Και έγινε έτσι.
Γεν. 1,25           καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος, καὶ τὰ κτήνη κατὰ γένος αὐτῶν καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά.
Γεν. 1,25                   Και εδημιούργησεν ο Θεός τα θηρία της γης κατά τα είδη αυτών, και τα κτήνη κατά τα είδη αυτών και όλα τα ερπετά της γης κατά τα είδη αυτών. Και είδεν ο Θεός ότι είναι καλά, σκόπιμα και χρήσιμα.
Γεν. 1 ,26          καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς.
Γεν. 1,26                   Εν συνεχεία ο Τριαδικός Θεός είπε καθ' εαυτόν· “ας δημιουργήσωμεν τώρα τον άνθρωπον, σύμφωνα με την ιδικήν μας εικόνα, και να έχη την δυνατότητα να ομοιάση με ημάς. Αυτοί, άνδρας και γυναίκα, ας είναι άρχοντες και κύριοι των ιχθύων της θαλάσσης, των πτηνών του ουρανού, των κτηνών και όλης της γης και όλων όσα έρπουν επάνω εις την επιφάνειαν της γης”.
Γεν. 1,27           καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.
Γεν. 1,27                   Και πράγματι ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον, τον οποίον επροίκισε με ιδικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ώστε να είναι με αυτά εικών του Θεού. Εδημιούργησεν απ' αρχής άνδρα και γυναίκα.
Γεν. 1,28           καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 1,28                   Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός λέγων· “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, γεμίσατε όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής· σας δίδω την δύναμιν να είσθε κύριοι και εξουσιασταί των ιχθύων της θαλάσσης και των πτηνών του ουρανού, όλων των κτηνών και όλης της γης και όλων όσα, ως ερπετά, σύρονται επάνω εις την επιφάνειαν της γης”.
Γεν. 1,29           καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πάντα χόρτον σπόριμον σπεῖρον σπέρμα, ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς, καὶ πᾶν ξύλον, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν σπέρματος σπορίμου, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν·
Γεν. 1,29                   Και εν συνεχεία είπεν ο Θεός· “ιδού έχω δώσει υπό την κυριότητά σας και εις εξυπηρέτησίν σας όλα τα ειδη του χόρτου, τα οποία έχουν εν εαυτοίς σπέρματα και είναι απλωμένα εις ολόκληρον την γην, και κάθε δένδρον, το οποίον φέρει καρπόν προς τροφήν σας και σπέρμα προς πολλαπλασιασμόν και διαιώνισίν του. Ολα αυτά, χόρτα της γης και καρποί των δένδρων, θα είναι εις διατροφήν σας.
Γεν. 1,30           καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψυχὴν ζωῆς, καὶ πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν. καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,30                   Σας δίδω επίσης κυριότητα επί όλων των θηρίων της γης, επί όλων των πτηνών του ουρανού και επί όλων των ερπετών, που σύρονται εις την γην· εις όλας αυτάς τας ζώσας υπάρξεις δίδω επίσης ως τροφήν το χλωρόν χόρτον της γης”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Γεν. 1,31           καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα ἕκτη. 
Γεν. 2,1             Καὶ συνετελέσθησαν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν.
Γεν. 2,1                      Ούτω δε ετελείωσεν η δημιουργία του σύμπαντος, του ουρανού και της γης, και όλος αυτών ο στολισμός, η αρμονία και η λαμπρότης.
Γεν. 2,2             καὶ συνετέλεσεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε, καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε.
Γεν. 2,2                     Κατά την έκτην ημέραν ετελείωσεν ο Θεός τα έργα αυτού, όσα έκαμε, και ανεπαύθη κατά την εβδόμην ημέραν από όλα τα έργα αυτού, τα οποία εδημιούργησεν εκ του μηδενός και εμορφοποίησεν.
Γεν. 2,3             καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν· ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ὁ Θεὸς ποιῆσαι.
Γεν. 2,3                     Ευλόγησε δε ο Θεός την ημέραν την εβδόμην, ηγίασεν αυτήν και ως αγίαν την ώρισε, διότι κατ' αυτήν κατέπαυσε την δημιουργίαν του και ανεπαύθη μετά την δημιουργίαν των έργων, τα οποία από της πρώτης ημέρας ήρχισε να δημιουργή.

Παροιμ. β΄1- 22 
Παρ. 2,1            Υἱέ, ἐὰν δεξάμενος ῥῆσιν ἐμῆς ἐντολῆς κρύψῃς παρὰ σεαυτῷ,
Παρ. 2,1                    Παιδί μου, εάν παραδεχθής τα λόγια των εντολών μου και τα φυλάξης με προσοχήν ως θησαυρόν μέσα εις την καρδίαν σου,
Παρ. 2,2            ὑπακούσεται σοφίας τὸ οὖς σου, καὶ παραβαλεῖς καρδίαν σου εἰς σύνεσιν, παραβαλεῖς δὲ αὐτὴν ἐπὶ νουθέτησιν τῷ υἱῷ σου.
Παρ. 2,2                   τότε το αυτί σου θα προσέξη και θα ακούση τα λόγια της θείας σοφίας και θα τα βάλης μέσα στον νουν και την καρδίαν σου, δια να σε αναδείξουν συνετόν, και θα τα χρησιμοποιής δια να δίδης ορθάς συμβουλάς και νουθεσίας στον υιόν σου.
Παρ. 2,3            ἐὰν γὰρ τὴν σοφίαν ἐπικαλέσῃ καὶ τῇ συνέσει δῷς φωνήν σου, τὴν δὲ αἴσθησιν ζητήσῃς μεγάλῃ τῇ φωνῇ,
Παρ. 2,3                   Διότι, εάν με φλογερόν πόθον επικαλεσθής την θείαν σοφίαν και φωνάξης την σύνεσιν να έλθη εις σέ, αναζητήσης δε και επικαλεσθής με μεγάλην φωνήν την γνώσιν της θείας αληθείας,
Παρ. 2,4            καὶ ἐὰν ζητήσῃς αὐτὴν ὡς ἀργύριον καὶ ὡς θησαυροὺς ἐξερευνήσῃς αὐτήν,
Παρ. 2,4                   και αν την αναζητήσης με τόσον ζήλον, με όσον αναζητεί κανείς την εύρεσιν χρημάτων, εάν ερευνήσης δι' αυτήν με όσον ενδιαφέρον ερευνούν δια πολλούς και μεγάλους θησαυρούς,
Παρ. 2,5            τότε συνήσεις φόβον Κυρίου καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ εὑρήσεις.
Παρ. 2,5                   τότε θα αισθανθής και θα κατανοήσης τον φόβον του Κυρίου· θα εύρης και θα αποκτήσης, όσον είναι δυνατόν εις την ανθρωπίνην διάνοιαν, την αληθινήν και ανειπισφαλή γνώσιν περί του Θεού.
Παρ. 2,6            ὅτι Κύριος δίδωσι σοφίαν, καὶ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ γνῶσις καὶ σύνεσις·
Παρ. 2,6                   Διότι ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος χαρίζει την σοφίαν και από αυτόν πηγάζει και εκχύνεται η γνώσις της αληθείας και η σύνεσις.
Παρ. 2,7            καὶ θησαυρίζει τοῖς κατορθοῦσι σωτηρίαν, ὑπερασπιεῖ τὴν πορείαν αὐτῶν
Παρ. 2,7                   Η σοφία αυτή προσφέρει και αποταμιεύει θησαυρόν στους ευθείς ανθρώπους, εις αυτούς που έχουν υγιές και ηρωϊκόν το φρόνημα, δηλαδή τους χαρίζει την σωτηρίαν, προστατεύει δε και υπερασπίζει τους δρόμους της ζωής των.
Παρ. 2,8            τοῦ φυλάξαι ὁδοὺς δικαιωμάτων καὶ ὁδὸν εὐλαβουμένων αὐτὸν διαφυλάξει.
Παρ. 2,8                   Τους ενισχύει, ώστε να τηρήσουν και να φυλάξουν τας εντολάς του. Ο δε Θεός θα προφυλάξη από κάθε κίνδυνον την ζωήν εκείνων, που τον ευλαβούνται.
Παρ. 2,9            τότε συνήσεις δικαιοσύνην καὶ κρίμα καὶ κατορθώσεις πάντας ἄξονας ἀγαθούς.
Παρ. 2,9                   Οταν δε αποκτήσης την θείαν σοφίαν, τότε θα εννοήσης την αληθινήν δικαιοσύνην και θα είσαι εις θέσιν να κρίνης δικαίως. Θα επιτύχης δέ, ώστε να κατορθώσης όλας τας αγαθάς πράξεις.
Παρ. 2,10          ἐὰν γὰρ ἔλθῃ ἡ σοφία εἰς σὴν διάνοιαν, ἡ δὲ αἴσθησις τῇ σῇ ψυχῇ καλὴ εἶναι δόξῃ,
Παρ. 2,10                 Διότι, εάν η σοφία έλθη και κατασκηνώση εις την διάνοιάν σου, θεωρήσης δε και παραδεχθής την από την γνώσιν του νόμου του Θεού σύνεσιν και διάκρισιν ως καλήν και ωφέλιμον,
Παρ. 2,11          βουλὴ καλὴ φυλάξει σε, ἔννοια δὲ ὁσία τηρήσει σε,
Παρ. 2,11                  τότε απόφασις αγαθή και συνετή θα σε προφυλάξη από τας αμαρτωλάς εκτροπάς· σκέψις δε αγία θα σε διατηρή εν τη αρετή και πλησίον του Θεού,
Παρ. 2,12          ἵνα ῥύσηταί σε ἀπὸ ὁδοῦ κακῆς καὶ ἀπὸ ἀνδρὸς λαλοῦντος μηδὲν πιστόν.
Παρ. 2,12                 δια να σε γλυτώση έτσι από τον ολέθριον δρόμον και από άνθρωπον, ο οποίος δεν λέγει ποτέ κάτι το αληθινόν και αξιόπιστον.
Παρ. 2,13          ὦ οἱ ἐγκαταλείποντες ὁδοὺς εὐθείας τοῦ πορεύεσθαι ἐν ὁδοῖς σκότους·
Παρ. 2,13                  Αλλοίμονον όμως εις εκείνους, οι οποίοι αφήνουν τας ευθείας οδούς του Κυρίου, δια να πορευθούν και βαδίσουν τους αμαρτωλούς δρόμους του σκότους και της απωλείας!
Παρ. 2,14          οἱ εὐφραινόμενοι ἐπὶ κακοῖς καὶ χαίροντες ἐπὶ διαστροφῇ κακῆ·
Παρ. 2,14                 Αλλοίμονον εις εκείνους, οι οποίοι ευφραίνονται δια τα κακά, που διαπράττουν οι ίδιοι η οι άλλοι, και χαίρουν δια την προς το κακόν διαστροφήν αυτών και των άλλων·
Παρ. 2,15          ὧν αἱ τρίβοι σκολίαι καὶ καμπύλαι αἱ τροχιαὶ αὐτῶν
Παρ. 2,15                  αυτοί, των οποίων οι δρόμοι είναι διεστραμμένοι και αι πορείαι των κυκλικαί εν τη δολιότητί των,
Παρ. 2,16          τοῦ μακράν σε ποιῆσαι ἀπὸ ὁδοῦ εὐθείας καὶ ἀλλότριον τῆς δικαίας γνώμης.
Παρ. 2,16                 ώστε να απομακρύνουν και σε από την ευθείαν οδόν και να σε αποξενώσουν από την ορθήν και δίκαιον φρόνησιν.
Παρ. 2,17          υἱέ, μή σὲ καταλάβῃ κακὴ βουλή, ἡ ἀπολιποῦσα διδασκαλίαν νεότητος καὶ διαθήκην θείαν ἐπιλελησμένη·
Παρ. 2,17                  Παιδί μου, πρόσεχε να μη σε κυριεύση και σε υποδουλώση κακή και διεστραμμένη θέλησις, η οποία έχει αρνηθή και εγκαταλείψει την διδασκαλίαν που συ ήκουσες και παρέλαβες κατά την νεότητά σου και η οποία θέλησις ελησμόνησε τον θείον νόμον.
Παρ. 2,18          ἔθετο γὰρ παρὰ τῷ θανάτῳ τὸν οἶκον αὐτῆς καὶ παρὰ τῷ ᾅδῃ μετὰ τῶν γηγενῶν τοὺς ἄξονας αὐτῆς.
Παρ. 2,18                 Αυτή η παράνομος και κακή βουλή έχει στήσει το σπίτι της κοντά στον θάνατον, την δε πορείαν και κατάληξίν της με τους υλόφρονας ανθρώπους, των οποίων το κατάντημα είναι ο άδης.
Παρ. 2,19          πάντες οἱ πορευόμενοι ἐν αὐτῇ οὐκ ἀναστρέψουσιν, οὐδὲ μὴ καταλάβωσι τρίβους εὐθείας· οὐ γὰρ καταλαμβάνονται ὑπὸ ἐνιαυτῶν ζωῆς.
Παρ. 2,19                 Ολοι, όσοι βαδίζουν τους δρόμους της κακής βουλής και μένουν αμετανόητοι, δεν θα επιστρέψουν προς τον Θεόν, δεν θα εισέλθουν εις την ευθείαν οδόν. Τέτοιοι δέ που είναι δεν πρόκειται να ζήσουν επί έτη πολλά εις την γην, ώστε να έχουν ευκαιρίας μετανοίας και διορθώσεως·
Παρ. 2,20          εἰ γὰρ ἐπορεύοντο τρίβους ἀγαθάς, εὕροσαν ἂν τρίβους δικαιοσύνης λείας.
Παρ. 2,20                 εάν είχαν την καλήν διάθεσιν και εβάδιζαν τους ορθούς δρόμους, θα έβρισκαν τους ομαλούς δρόμους της δικαιοσύνης και αρετής.
Παρ. 2,21          χρηστοὶ ἔσονται οἰκήτορες γῆς, ἄκακοι δὲ ὑπολειφθήσονται ἐν αὐτῇ· ὅτι εὐθεῖς κατασκηνώσουσι γῆν, καὶ ὅσιοι ὑπολειφθήσονται ἐν αὐτῇ.
Παρ. 2,21                 Εξ αντιθέτου, καλοί και ενάρετοι άνθρωποι θα κατοικήσουν μονίμως και επί μακρόν εις την γην και οι άκακοι θα απομείνουν ως κύριοι εις αυτήν. Διότι οι τίμιοι και ειλικρινείς θα κατοικήσουν εις την γην και οι όσιοι και καθαροί κατά την καρδίαν θα παραμείνουν εις αυτήν.
Παρ. 2,22          ὁδοὶ ἀσεβῶν ἐκ γῆς ὀλοῦνται, οἱ δὲ παράνομοι ἐξωσθήσονται ἀπ᾿ αὐτῆς.
Παρ. 2,22                 Οι δρόμοι όμως των ασεβών θα εξαφανισθούν από την γην, οι δε παράνομοι θα ριφθούν έξω από αυτήν.

Ησ. β΄3- 11 

Ησ. 1,3              ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν.
Ησ. 1,3                       Το βόϊδι γνωρίζει τον ιδιοκτήτην του και ο όνος γνωρίζει την φάτνην, ιδιοκτησίαν του κυρίου του· ο ισραηλιτικός όμως λαός δεν με αναγνωρίζει ως κύριόν του, δεν έχει ούτε στοιχειώδη κατανόησιν δι'εμέ.
Ησ. 1,4              οὐαὶ ἔθνος ἁμαρτωλόν, λαὸς πλήρης ἁμαρτιῶν, σπέρμα πονηρόν, υἱοὶ ἄνομοι· ἐγκατελίπατε τὸν Κύριον καὶ παρωργίσατε τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ.
Ησ. 1,4                       Αλλά αλλοίμονον εις σε, έθνος αμαρτωλόν, λαε, που είσαι γεμάτος αμαρτίας, απόγονοι πονηρών προγόνων, υιοί παράνομοι. Εγκατελείψατε τον Κυριον και έτσι παρωργίσατε τον άγιον Θεόν εναντίον σας.
Ησ. 1,5              τί ἔτι πληγῆτε προστιθέντες ἀνομίαν; πᾶσα κεφαλὴ εἰς πόνον καὶ πᾶσα καρδία εἰς λύπην.
Ησ. 1,5                       Διατί εξακολουθείτε να πληγώνεσθε-αν και δεν έμεινε πλέον υγιές μέλος επάνω σας-προσθέτοντες αμαρτίας εις τας αμαρτίας; Ολόκληρος η κεφαλή σας εξ αιτίας των αμαρτιών σας έχει κατακυριευθή από τον πόνον και πάσα καρδία έχει πλημμυρίσει από την οδύνην και την λύπην.
Ησ. 1,6              ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία, οὔτε τραῦμα οὔτε μώλωψ οὔτε πληγὴ φλεγμαίνουσα· οὐκ ἔστιν μάλαγμα ἐπιθῆναι οὔτε ἔλαιον οὔτε καταδέσμους.
Ησ. 1,6                       Από τα πόδια έως το κεφάλι σας δεν απέμεινεν άρτιον και υγιές μέρος. Δεν υπάρχει απώς ένα τραύμα εδώ, ένας μώλωψ εκεί, μία μολυσμένη πληγή άλλού· όλον το σώμα σας είναι μία πληγή και έτσι δεν είναι δυνατόν, να τεθή ένα κατάπλασμα επάνω εις τας πληγάς, ούτε λάδι, ούτε επίδεσμοι.
Ησ. 1,7              ἡ γῆ ὑμῶν ἔρημος, αἱ πόλεις ὑμῶν πυρίκαυστοι· τὴν χώραν ὑμῶν ἐνώπιον ὑμῶν ἀλλότριοι κατεσθίουσι αὐτήν, καὶ ἠρήμωται κατεστραμμένη ὑπὸ λαῶν ἀλλοτρίων.
Ησ. 1,7                       Εξ αιτίας των αμαρτιών σας η χώρα σας έμεινεν έρημος από κατοίκους, αι πόλεις έχουν παραδοθή στο πυρ, τους καρπούς της χώρας σας κατατρώγουν οι ξένοι εμπρός εις τα μάτια σας, και έτσι η χώρα σας έχει ερημωθή από τους κατοίκους και τα αγαθά της· έχει καταστραφή από ξένους λαούς.
Ησ. 1,8              ἐγκαταλειφθήσεται ἡ θυγάτηρ Σιὼν ὡς σκηνὴ ἐν ἀμπελῶνι καὶ ὡς ὀπωροφυλάκιον ἐν σικυηράτῳ, ὡς πόλις πολιορκουμένη·
Ησ. 1,8                       Η δε πόλις Σιών, την οποίαν ως κόρην μου αγαπούσα, θα εγκαταλειφθή, όπως εγκαταλείπεται η πρόχειρος θερινή καλύβη μετά τον τρυγητόν της αμπέλου, και όπως εγκαταλείπεται το πρόχειρον οπωροφυλάκιον εις αγρόν αγγουριών· όπως εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της μία πολιορκημένη πόλις.
Ησ. 1,9              καὶ εἰ μὴ Κύριος σαβαὼθ ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σόδομα ἂν ἐγενήθημεν καὶ ὡς Γόμοῤῥα ἂν ὡμοιώθημεν. -
Ησ. 1,9                       Εάν δε ο Κυριος των δυνάμεων, ο παντοκράτωρ δεν άφηνε μεταξύ μας μίαν κάποιαν εκλεκτήν μερίδα ιδικών του ανθρώπων, θα εγινόμεθα ωσάν τα Σοδομα και θα ωμοιάζαμεν ωσάν τα Γομορρα δια τας αμαρτίας και την διαφθοράν μας.
Ησ. 1,10            Ἀκούσατε λόγον Κυρίου, ἄρχοντες Σοδόμων· προσέχετε νόμον Θεοῦ λαὸς Γομόῤῥας.
Ησ. 1,10                     Ακούσατε, λοιπόν, τα λόγια του Κυρίου σεις, οι άρχοντες, οι οποίοι δια τας ιδικάς σας αμαρτίας και τας αμαρτίας του λαού σας αξίζει να ονομάζεσθε άρχοντες Σοδόμων. Δώστε προσοχήν στον νόμον του Θεού σεις, ο λαός, που ομοιάζετε με τον λαόν της Γομόρρας.
Ησ. 1,11            τί μοι πλῆθος τῶν θυσιῶν ὑμῶν; λέγει Κύριος· πλήρης εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων κριῶν, καὶ στέαρ ἀρνῶν καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων οὐ βούλομαι,
Ησ. 1,11                      Ο Κυριος λέγει· “τι να το κάμω εγώ το πλήθος των θυσιών σας; Είμαι γεμάτος και εχόρτασα από θυσίας ολοκαυτωμάτων κριών, που μου προσφέρετε. Δεν θέλω πλέον ούτε το λίπος των αμνών ούτε το αίμα των ταύρων και των τράγων.

ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ LORD JESUS CHRIST 3. ΑΡΧ. ΣΑΒΒΑΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

«Θεία Ψυχανάλυση». Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κανὼν Ἱκετήριος εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν

Ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν τῆς Παναγίας

Παρακλητικός Κανών Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου

Παρακλητικός Κανών Οσίου Αρσενίου - Βατοπαίδι Χαλκιδικής