π. Δημητρίου Μπόκου
          Ὁ προκεχωρημένος λόχος εἶχε στρατοπεδεύσει σὲ μιὰ ψηλὴ ἀπόμερη πλαγιά. Ὁ π. Ἀλέξιος, στρατιωτικὸς ἱερέας, θέλησε νὰ συμπαρασταθεῖ στοὺς στρατιῶτες καὶ νὰ τοὺς προετοιμάσει. Τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνό. Στὰ δυὸ μέτρα δὲν ξεχώριζες ἄνθρωπο.
–  Ποῦ θὰ πᾶς, παπούλη; Θὰ χαθεῖς μὲς στὰ χιόνια, εἶπε ὁ συνταγματάρχης.
–  Ἔχω τὴν Παναγιὰ μαζί μου, ἀπάντησε ὁ ἱερέας καὶ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Αὔριο τὰ παιδιὰ θὰ ριχτοῦν στὴ μάχη. Πρέπει νὰ πάω.
Μέσα ἀπὸ δύσβατα μονοπάτια κατάφερε κάποτε νὰ φτάσει. Οἱ στρατιῶτες καὶ ὁ λοχαγὸς ἐνθουσιάστηκαν μὲ τὴν ἄφιξή του καὶ θαύμασαν τὴν πίστη του. Στὴν ἀπορία τους πῶς τὰ κατάφερε, τοὺς εἶπε: