Όλα νά
τά γνωρίζη ο Γέροντας καί η Γερόντισσα. Ηταν μία ενάρετη ψυχή πού ζούσε
μέ πολλή εγκράτεια καί άσκησι. Κάποτε είδε στον ύπνο της κάποιο όραμα,
το οποίο πίστεψε καί έπεσε σέ πλάνη. Αυτό ήταν ένα σοβαρό κώλυμα καί ο
πνευματικός της πού τη χειροθέτησε λυπόταν πού δέν μπορούσε νά τό
καταλάβη και νά τό αποβάλη από τή διάνοιά της. Επέτρεψε ο Θεός νά τό πή
σέ μένα: «Κοίταξε, Μαρικάκι, μου είπε, αυτά πού έβλεπα όλα ήταν πλάνη».
Στήν τελευταία της ώρα, αφού κοινώνησε, κάθησε, ήρθε γιατρός, της έκανε
τήν ένεσι και είπε ότι ήταν πέντε λεπτά υπόθεσι. Τότε ήρθε και ο
πνευματικός καί της είπα νά τον φωνάξω καί τήν εξομολόγησε. Είπε αυτό
πού δέν τό έλεγε, ότι «έχω πλάνη καί μέ πλανάει αυτό τό πράγμα». Τής
τραβούσα από προηγουμένως κομποσχοινάκι καί έλεγα «Θεέ μου, βοήθησέ την
νά καταλάβη αυτό τό σφάλμα της».