Η λέξη κόλαση
σημαίνει τιμωρία. Όταν ένας άνθρωπος αμαρτάνει, έρχεται η συνείδησή του και τον
τύπτει, τον ελέγχει, τον στενοχωρεί. Λέει τότε ο αμαρτωλός: Πόσο ξέπεσα; Πως το
έκανα αυτό; Δεν έπρεπε να το κάνω. Ο πόνος της αμαρτωλής ψυχής μεγαλώνει με την
αίσθηση ότι βρίσκεται μακριά από το Θεό και δεν έχει παρρησία και θάρρος
επικοινωνίας μαζί Του με την προσευχή. Ο αμαρτωλός δεν έχει το θάρρος να
«κοιτάξει κατάματα» το Θεό. Συμβαίνει κάτι ανάλογο με το παιδί που
στενοχωριέται, όταν δείχνει ανυπακοή στους γονείς του ή όταν κάνει κάποια
ζημιά. Αυτή η αγωνία, ότι οι γονείς θα το μαλώσουν και θα το τιμωρήσουν, είναι
μία κόλαση, μία εσωτερική τιμωρία.