Οἱ
ἀσεβεῖς πλούσιοι, μᾶς εἶπε στοὺς προηγούμενους στίχους ὁ Ψαλμωδὸς τοῦ 72ου
Ψαλμοῦ, ζοῦν βίο ἄλυπο καὶ «κατακυριεύουσι τῆς γῆς». Μὲ τὴ διαγωγή τους ὅμως αὐτὴ
γίνονται σκάνδαλο καὶ ἑστία μολύνσεως γιὰ τοὺς ἄλλους. «Διὰ τοῦτο» ὁ λαός μου,
λέει ὁ Ψαλμωδός, ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ αὐτούς, ἀντὶ νὰ στρέφεται σὲ μένα τὸν
προφήτη, νὰ ἀκούει τὰ κηρύγματά μου καὶ νὰ βαδίζει σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο νόμο τοῦ
Θεοῦ, στρέφεται πρὸς τὸ μέρος ὅπου βρίσκονται οἱ ἀσεβεῖς. Ὁ λαὸς θαυμάζει τὸ
παράδειγμά τους, ἐνθουσιάζεται ἀπὸ τὴ ζωή τους, θέλει νὰ τοὺς μιμηθεῖ.
Βλέποντας μάλιστα ὅτι μένουν ἀτιμώρητοι καὶ ζοῦν μέσα στὴν εὐδαιμονία,
φαντάζεται ἀπατώμενος ὅτι ἀντιγράφοντας τὴ ζωή τους δὲν θὰ ζήσει μέρες
περιφρονημένες, ἄδειες καὶ χωρὶς ἐκτίμηση, ὅπως ἐγώ, ἀλλὰ μέρες γεμάτες εὐτυχία
(Ψαλ. οβ΄ [72] 10). Μέρες γεμάτες χειροκροτήματα, ἐπιτυχίες καὶ θριάμβους.