Κύριος Ἰησοῦς Χριστός

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Ἁγιογραφικό Ἀνάγνωσμα τῆς Δευτέρας 31 Αὐγούστου

Ἀπόστολος: (Ἐβρ. θ΄ 1-7 ) 
 
Τ παλαιν γιαστριον τπος το νου

1 Εἶχε μν ον κα πρτη σκην δικαιματα λατρεας τ τε γιον κοσμικν·
2 σκην γρ κατεσκευσθη πρτη, ν τε λυχνα κα τρπεζα κα πρθεσις τν ρτων, τις λγεται για.
3 Μετ δ τ δετερον καταπτασμα σκην λεγομνη για γων,
4 χρυσον χουσα θυμιατριον κα τν κιβωτν τς διαθκης περικεκαλυμμνην πντοθεν χρυσίῳ, ν στμνος χρυσ χουσα τ μννα κα ρβδος αρν βλαστσασα κα α πλκες τς διαθκης,
5 περνω δ ατς Χερουβμ δξης κατασκιζοντα τ λαστριον· περ ν οκ στι νν λγειν κατ μρος.
6 Τοτων δ οτω κατεσκευασμνων ες μν τν πρτην σκηνν δι παντς εσασιν ο ερες τς λατρεας πιτελοντες,
7 ες δ τν δευτραν παξ το νιαυτο μνος ρχιερες, ο χωρς αματος, προσφρει πρ αυτο κα τν το λαο γνοημτων.
  ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Τὸ παλαιὸν ἁγιαστήριον τύπος τοῦ νέου

1 Εἶχε καὶ ἡ πρώτη διαθήκη διατάξεις περὶ τῆς λατρείας καὶ γήϊνον ἁγιαστήριον.
2 Κατασκευάσθηκε δηλαδὴ τὸ πρῶτον μέρος τῆς σκηνῆς, εἰς τὸ ὁποῖον ὑπῆρχε ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως, τὸ ὁποῖον λέγεται Ἅγια.
3 Ὕστερα ἀπὸ τὸ δεύτερον καταπέτασμα, ἦτο τὸ μέρος τῆς σκηνῆς, τὸ ὁποῖον ὠνομάζετο Ἅγια ἁγίων.
4 Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνα χρυσὸ θυμιατήριον καὶ ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης, ἡ ὁποία ἦτο ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη σκεπασμένη μὲ χρυσάφι καὶ μέσα σ’ αὐτὴν ἦτο ἡ χρυσὴ στάμνα, ποὺ περιεῖχε τὸ μάννα, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών, ποὺ εἶχε βλαστήσει, καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης.
5 Ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὴν κιβωτὸν ἦσαν ἀπαστράπτοντα Χερουβείμ, τὰ ὁποῖα ἐπεσκίαζαν τὸ ἱλαστήριον. Γι’ αὐτὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μιλήσωμεν τώρα λεπτομερῶς.
6 Ὑπὸ αὐτὴν τὴν διάταξιν, εἰς τὸ πρῶτον μέρος τῆς σκηνῆς εἰσέρχονται πάντοτε οἱ ἱερεῖς, ὅταν ἐκτελοῦν τὰ καθήκοντα τῆς ὑπηρεσίας των,
7 ἀλλ’ εἰς τὸ δεύτερον μέρος μπαίνει μόνον ὁ ἀρχιερεύς, μιὰ φορὰ τὸν χρόνο, καὶ ὄχι χωρὶς αἷμα, τὸ ὁποῖον προσφέρει διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ διὰ τὰς ἐξ ἀγνοίας ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ.

Εὐαγγέλιο: (Λουκ. ι΄ 38-42 & ια΄ 27-28) 

Μρθα κα Μαρα

38 γνετο δ ν τ πορεεσθαι ατος κα ατς εσλθεν ες κμην τιν. Γυν δ τις νματι Μρθα πεδξατο ατν ες τν οκον ατς.
39 Κα τδε ν δελφ καλουμνη Μαρα, κα παρακαθσασα παρ τος πδας το ησο κουε τν λγον ατο.
40 δ Μρθα περιεσπτο περ πολλν διακοναν· πιστσα δ επε· Κριε, ο μλει σοι τι δελφ μου μνην με κατλιπε διακονεν; Επ ον ατ να μοι συναντιλβηται.
41 ποκριθες δ επεν ατ ησος· Μρθα Μρθα, μεριμνς κα τυρβζ περ πολλ·42 νς δ στι χρεα· Μαρα δ τν γαθν μερδα ξελξατο, τις οκ φαιρεθσεται π᾿ ατς.
27 γνετο δ ν τ λγειν ατν τατα πρασ τις γυν φωνν κ το χλου επεν ατ· μακαρα κοιλα βαστσασ σε κα μαστο ος θλασας.
28 Ατς δ επε· μενονγε μακριοι ο κοοντες τν λγον το Θεο κα φυλσσοντες ατν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ 
Ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία

38 Κατὰ μίαν πορεία τους, αὐτὸς ἐμπῆκε εἰς ἕνα χωριό. Μία γυναῖκα, ποὺ ὠνομάζετο Μάρθα, τὸν ὑποδέχθηκε εἰς τὸ σπίτι της.
39 Αὐτὴ εἶχε ἀδελφὴν ποὺ ὠνομάζετο Μαρία, ἡ ὁποία ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἄκουε ὅσα ἔλεγε.
40 Ἀλλ’ ἡ Μάρθα ἦτο ἀπησχολημένη μὲ πολλὴν ὑπηρεσίαν καὶ ἐπλησίασε καὶ εἶπε, «Κύριε, δὲν σὲ μέλει ποὺ ἡ ἀδελφή μου μὲ ἄφησε μόνη μου νὰ ὑπηρετῶ; Πές της λοιπὸν νὰ μὲ βοηθήσῃ».
41 Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ ἀνησυχεῖς διὰ πολλὰ πράγματα, ἀλλ’ ἕνα πρᾶγμα εἶναι ἀναγκαῖον.42 Ἡ Μαρία ἐδιάλεξε τὴν καλὴν μερίδα, ἡ ὁποία δὲν θὰ τῆς ἀφαιρεθῇ».
27 Ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, κάποια γυναῖκα ἀπὸ τὸν κόσμον ἐφώναξε καὶ τοῦ εἶπε, «Μακαρία ἡ κοιλιὰ ποὺ σ’ ἐβάσταξε καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ ἐθήλασες».
28 Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Μακάριοι μᾶλλον εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκούουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν φυλάττουν».